Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν
ΣκηνοθεσίαΣτίβεν Σπίλμπεργκ
ΠαραγωγήΣτίβεν Σπίλμπεργκ[1], Ίαν Μπράις[1], Μαρκ Γκόρντον[1] και Gary Levinsohn[1]
ΣενάριοΡόμπερτ Ρόντατ
ΠρωταγωνιστέςΤομ Χανκς
Ματ Ντέιμον
Μπάρι Πέπερ
Τομ Σίζεμορ
Τζέρεμι Ντέιβις
Άνταμ Γκόλντμπεργκ
Βιν Ντίζελ
Έντουαρντ Μπερνς
Τζιοβάνι Ριμπίζι
ΜουσικήΤζον Γουίλιαμς
ΦωτογραφίαΓιάνους Καμίνσκι
ΜοντάζΜάικλ Καν
ΕνδυματολόγοςΤζοάνα Τζόνστον[2]
Εταιρεία παραγωγήςAmblin Entertainment, Mutual Film, Paramount Pictures και Dreamworks S.K.G.
ΔιανομήUIP-Dunafilm, Paramount Pictures και Dreamworks S.K.G.
Πρώτη προβολή24 Ιουλίου 1998 (Η.Π.Α.
16 Οκτωβρίου 1998 (Ελλάδα)
Διάρκεια170 λεπτά
ΠροέλευσηΗνωμένες Πολιτείες Αμερικής[1]
ΓλώσσαΑγγλικά
Γερμανικά
Γαλλικά
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η διάσωση του στρατιώτη Ράιαν (αγγλικά: Saving Private Ryan) είναι μια αμερικανική ταινία του 1998 που αναφέρεται στην απόβαση στη Νορμανδία στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ταινία σκηνοθετήθηκε από τον Στίβεν Σπίλμπεργκ και πρωταγωνιστεί ο Τομ Χανκς. Και οι δύο διεκδίκησαν το Όσκαρ Σκηνοθεσίας και Α΄ Αντρικής Ερμηνείας, αντίστοιχα, και ο πρώτος κατάφερε να το κερδίσει για δεύτερη φορά. Στην ταινία παίζουν επίσης οι Ματ Ντέιμον, Μπάρι Πέπερ, Τζιοβάνι Ριμπίζι και Έντουαρντ Μπερνς.

Το 2014 η ταινία χαρακτηρίστηκε από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου ως «πολιτιστικά, αισθητικά και ιστορικά σημαντική» και επιλέχθηκε να ενταχθεί στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου των Ηνωμένων Πολιτειών.[3]

Από το πρωί της 6ης Ιουνίου 1944, οι Αμερικανοί στρατιώτες ετοιμάζονται να αποβιβαστούν στην Όμαχα. Παλεύουν ενάντια στα πυρά του γερμανικού πεζικού τα οποία σκότωσαν πολλά άτομα. Ο λοχαγός Τζον Μίλερ, ο οποίος ήταν ο διοικητής του λόχου με κωδικό όνομα Τσάρλι, επιβιώνει από την αρχική απόβαση και συγκεντρώνει μια ομάδα στρατιωτών για να διεισδύσουν στις γερμανικές άμυνες, για να ξεμπλοκάρει την παραλία. Επίσης, ενώ οι άλλες παραλίες είχαν καλή υποστήριξη από πυροβολικό και από αέρα, η Όμαχα δεν είχε, για αυτό παραλίγο να καταλήξει και σε μεγάλη αποτυχία η απόβαση εκεί. Ακόμα δεν μπόρεσαν να επέμβουν τα τανκ λόγω ισχυρών ρευμάτων στη θάλασσα.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο Υπουργείο Πολέμου στην Ουάσιγκτον, ο στρατηγός Τζορτζ Μάρσαλ ενημερώνεται ότι τρία από τα τέσσερα αδέλφια της οικογένειας Ράιαν πέθαναν μέσα σε λίγες μέρες και ότι η μητέρα τους θα λάβει και τα τρία τηλεγραφήματα την ίδια ημέρα. Μαθαίνει επίσης ότι ο τέταρτος γιος, Τζέιμς Φράνσις Ράιαν του λόχου Μπέικερ, του 506ου συντάγματος πεζικού αλεξιπτωτιστών, 101ης αερομεταφερόμενης μεραρχίας, λείπει σε αποστολή κάπου στη Νορμανδία. Μετά την ανάγνωση μιας προσωπικής επιστολής του Αβραάμ Λίνκολν στους επιτελείς του, ο Μάρσαλ διατάζει να βρεθεί ο Ράιαν και να σταλεί στο σπίτι αμέσως, εξαιτίας της ακολουθούμενης πολιτικής (Survivor Policy).

Στη Γαλλία, τρεις ημέρες μετά την D-Day, ο Μίλερ δέχεται διαταγές να βρει τον στρατιώτη Ράιαν. Συγκεντρώνει έξι άνδρες από τον λόχο του (Χόβαρθ, Μέλις, Ράιμπεν, Τζάκσον, Γουέιντ και Καρπάτσο), συν έναν αποσπασμένο από την 29η μεραρχία πεζικού, ο οποίος μιλά άπταιστα γαλλικά και γερμανικά, για να εκτελέσει το έργο του. Με καμία πληροφορία για την τύχη του Ράιαν, ο Μίλερ και οι άντρες του κινούνται προς τη Νοβίλ. Στα περίχωρα της Νοβίλ συναντάει μια διμοιρία από την 101η αερομεταφερόμενη μεραρχία. Μετά την είσοδο στην πόλη κάτω από δυνατή βροχή, ο Καρπάτσο πέφτει τραυματίας από ελεύθερο σκοπευτή και σιγά-σιγά αιμορραγεί μέχρι θανάτου, αφού κανείς δεν μπορεί να βγει χωρίς να χτυπηθεί. Ο Τζάκσον τελικά σκοτώνει τον ελεύθερο σκοπευτή και μετά από λίγο ο Καρπάτσο πεθαίνει. Αργότερα θα εντοπίσουν τον στρατιώτη Φρέντερικ Τζέιμς Ράιαν από τη Μινεσότα, αλλά σύντομα συνειδητοποιούν ότι δεν είναι ο άνθρωπος τους. Μετά βρίσκουν ένα μέλος του λόχου Τσάρλι του 506ου συντάγματος, που τους ενημερώνει ότι η ζώνη προσγείωσης του ήταν η Βιρλίβ και ότι οι Μπέικερ και Τσάρλι είχαν το ίδιο σημείο προσγείωσης. Στη συνέχεια, ο Μίλερ εντοπίζει ένα φίλο του Ράιαν, ο οποίος αποκαλύπτει ότι ο Ράιαν υπερασπίζεται μια στρατηγικής σημασίας γέφυρα πάνω από τον ποταμό Μερντρέ στην πόλη Ραμέλ.

Στο δρόμο προς τη Ραμέλ, ο Μίλερ αποφασίζει να πάρει την ευκαιρία να εξουδετερώσει σε μια μικρή γερμανική θέση ένα πολυβόλο κοντά σε ένα εγκαταλειμμένο σταθμό ραντάρ, παρά τους ενδοιασμούς των ανδρών του. Τελικά ο Γουέιντ τραυματίζεται θανάσιμα σε αυτήν τη σύγκρουση. Ο τελευταίος επιζών Γερμανός, γνωστός μόνο ως Steamboat Willie, επισύρει την οργή του συνόλου των μελών της ομάδας, εκτός του Άπχαμ, ο οποίος διαμαρτύρεται στον Μίλερ που αφήνει να πυροβολήσουν τον Γερμανό στρατιώτη. Ο Γερμανός παρακαλεί για τη ζωή του και ο Μίλερ αποφασίζει να τον αφήσει να φύγει με δεμένα μάτια και να παραδοθεί στην επόμενη περίπολο των Συμμάχων. Βλέποντας την απόφαση του Μίλερ να αφήσει τον εχθρό ελεύθερο, πλέον δεν είναι σίγουροι για την ηγεσία του Μίλερ. Ο Ράιμπαν δηλώνει την πρόθεσή του να εγκαταλείψει την ομάδα και την αποστολή, που οδήγησαν στη σύγκρουση με τον Χόβαρθ. Η αντιπαράθεση κορυφώνεται, ώσπου ο Μίλερ παίρνει την κατάσταση στα χέρια του και αποκαλύπτοντας το προπολεμικό επάγγελμά του ως καθηγητής αγγλικών, ένα ζήτημα για το οποίο η ομάδα έπαιζε στοιχήματα. Μετά από αυτό ο Ράιμπεν αποφασίζει να μείνει.

Η ομάδα φτάνει τελικά στα περίχωρα της Ραμέλ, όπου βρίσκουν τρεις αλεξιπτωτιστές όπου καταστρέφουν ένα γερμανικό άρμα μάχης. Μεταξύ των αλεξιπτωτιστών είναι ο Ράιαν. Μετά την είσοδο στη Ραμέλ, ο Ράιαν ενημερώνεται για το θάνατο των τριών αδελφών του, και για την αποστολή τους για να τον φέρουν πίσω στο σπίτι του, και ότι δύο ζωές είχαν χαθεί στην αναζήτηση τους για να τον βρουν. Ο Ράιαν λυπάται βαθύτατα για την απώλεια των αδελφών του, αλλά δεν αισθάνεται ότι είναι δίκαιο να πάει σπίτι του, και καθώς κοιτάζοντας τη μικρή ομάδα του, των οποίων καθήκον ήταν να υπερασπιστούν μια γέφυρα και να καταστρέψουν μια γερμανική μηχανοκίνητη μονάδα που πλησίαζε αποφασίζει να μείνει. Ο Μίλερ τότε αποφασίζει να πάρει την κατάσταση στα χέρια του και να υπερασπιστεί τη γέφυρα με το λίγο ανθρώπινο δυναμικό και τους πόρους που ήταν διαθέσιμο.

Παρά όμως τις βαριές απώλειες που προκάλεσαν στη γερμανική ομάδα, ακόμη και την καταστροφή δύο τανκ με κολλητικές βόμβες (κάλτσες γεμισμένες με δυναμίτη και στη συνέχεια επικαλυμμένες με παχύρρευστο γράσο), οι περισσότεροι από τους άνδρες -συμπεριλαμβανομένων των Τζάκσον, Μέλις και Χόβαρθ- σκοτώνονται. Στην προσπάθειά του να ανατινάξει τη γέφυρα, ο Μίλερ πυροβολείται και τραυματίζεται θανάσιμα. Ακριβώς πριν φτάσει ένα Tiger I από τη μία πλευρά της γέφυρας στην άλλη, ένα αμερικανικό P-51 Mustang πετά από πάνω του και το καταστρέφει, μετά ακολουθεί ένα Mustang και η προώθηση του αμερικανικού πεζικού με M4 Sherman που κατατροπώνουν τους υπόλοιπους Γερμανούς. Ο Άπχαμ, ο οποίος είχε αποκοπεί από τους Αμερικανούς και είχε κρυφτεί σε ένα χαντάκι δίπλα στους Γερμανούς στρατιώτες, εκτελεί τον Steamboat Willie όπου τον βρίσκει με μια ομάδα παραδομένων Γερμανών, αφού τον είχε παρακολουθήσει βλέποντας ότι αυτός πυροβόλησε τον Μίλερ. Οι Ράιαν, Ράιμπεν και Άπχαμ είναι οι μόνοι επιζώντες από τη μάχη. Ο Ράιαν είναι μαζί με τον Μίλερ καθώς πεθαίνει και λέει τα τελευταία του λόγια: "Τζέιμς... κέρδισε αυτό. Κέρδισέ το."

Την παρούσα ημέρα, ο Ράιαν, ηλικιωμένος πλέον βετεράνος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μαζί με την οικογένειά του, επισκέπτεται το αμερικανικό νεκροταφείο και μνημείο στη Νορμανδία της Γαλλίας. Εκεί ο Ράιαν, αφού βρει τον τάφο του Μίλερ, ζητά από τη σύζυγό του να επιβεβαιώσει ότι έχει κάνει καλή ζωή και ότι αυτός είναι ένας «καλός άνθρωπος» και ως εκ τούτου άξιζε τη θυσία του Μίλερ και των υπολοίπων. Στη συνέχεια χαιρετίζει τον τάφο του Μίλερ.

Το 1994, ο Ρομπέρ Ροντά είδε ένα μνημείο στο Πάτνεϊ Κόρνερς, στο Νιου Χάμσαϊρ, για εκείνους που σκοτώθηκαν στον εμφύλιο πόλεμο και παρατήρησε τα ονόματα οκτώ αδελφών που έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου. Εμπνευσμένος από αυτή την ιστορία, ο Ροντά έκανε έρευνα και αποφάσισε να γράψει μια παρόμοια ιστορία που θα αναφερόταν στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Για το σενάριο ο Ροντά ενημέρωσε τον παραγωγό Μαρκ Γκόρντον, στον οποίο άρεσε η ιστορία, αλλά έκανε δεκτό το κείμενο μετά από 11 αναδιατυπώσεις. Ο Γκόρντον μοιράστηκε το τελικό σενάριο με τον Τομ Χανκς, που του άρεσε και με τη σειρά τους το πέρασαν στον Στίβεν Σπίλμπεργκ για να το σκηνοθετήσει. Η ημερομηνία πρώτου γυρίσματος ορίστηκε για τις 27 του Ιούνη 1997. Πριν από τα γυρίσματα, αρκετά από τα αστέρια της ταινίας, όπως οι Έντουαρντ Μπερνς, Μπάρι Πέπερ, Βιν Ντίζελ, Άνταμ Γκόλντμπεργκ, Τζιοβάνι Ριμπίζι και Τομ Χανκς, πέρασαν δέκα ημέρες στρατιωτική εκπαίδευση και εργασία για να προετοιμαστούν για τον ρόλο τους. Τον Ματ Ντέιμον δεν τον έφεραν σκόπιμα στο στρατόπεδο, για να κάνει την υπόλοιπη ομάδα να αισθάνεται δυσαρέσκεια προς το χαρακτήρα.

Ο Σπίλμπεργκ είχε δείξει ήδη το ενδιαφέρον του για τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο με τα θέματα των ταινιών του σχετικά με το 1941 Η αυτοκρατορία του Ήλιου, Η λίστα του Σίντλερ, και Ιντιάνα Τζόουνς. Ο Σπίλμπεργκ είπε: «Νομίζω ότι ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος είναι το σημαντικότερο γεγονός των τελευταίων 100 χρόνων. Οι μπέιμπι μπούμερ, ακόμη και η γενιά Χ είναι συνδεδεμένη με αυτόν. Από εκεί και πέρα εγώ πάντα ενδιαφερόμουν για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι πρώτες μου ταινίες σε ηλικία 14 ετών ήταν συνδυασμός εικόνων μάχης στο έδαφος και τον αέρα. Χρόνια τώρα ψάχνω να γυρίσω τη σωστή ταινία για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και όταν ο Ρομπέρ Ροντά έγραψε τη Διάσωση του στρατιώτη Ράιαν, τη βρήκα».

Οι σκηνές της D-Day γυρίστηκαν στις παραλίες του Μπαλινέσκερ και Κάρακλο Στραντ, ανατολικά του Κάρακλο, στο Γουέξφορντ της Ιρλανδίας. Τα γυρίσματα ξεκίνησαν 27 Ιουνίου του 1997, και κράτησαν δύο μήνες. Ορισμένα γυρίσματα έγιναν στη Νορμανδία. Επίσης στη Νορμανδία υπάρχει αμερικανικό νεκροταφείο και μνημείο στην Κολβίλ-συρ-Μερ και Καλβαντός. Άλλες σκηνές γυρίστηκαν σε αγγλικές τοποθεσίες όπως το πρώην εργοστάσιο της British Aerospace, στο Λονδίνο, στην Οξφόρδη, και το Γουίλτσαϊρ.

Η διάσωση του στρατιώτη Ράιαν έχει λάβει πολύ καλές κριτικές για το ρεαλισμό των σκηνών μάχης. Ειδικότερα η σκηνή που αναπαράγει την απόβαση στην παραλία Όμαχα ψηφίστηκε «καλύτερη σκηνή μάχης όλων των εποχών» από το αγγλικό περιοδικό Empire και κατετάγη νούμερο ένα στη λίστα του TV Guide με τις «50 καλύτερες στιγμές του κινηματογράφου». Το κόστος ανήλθε σε 12 εκατομμύρια αμερικανικά δολάρια, ενώ χρησιμοποιήθηκαν 1.500 κομπάρσοι, εκ των οποίων αρκετά μέλη των ιρλανδικών ενόπλων δυνάμεων. Επιπλέον 20 έως 30 πραγματικά ακρωτηριασμένοι χρησιμοποιήθηκαν για να απεικονίσουν τους Αμερικανούς στρατιώτες που ακρωτηριάστηκαν κατά την απόβαση.

Η αναπαράσταση των ενεργειών του λόχου Τσάρλι με επικεφαλής του τον λοχαγό Ραλφ Ε. Γκόρανσον, στην αρχική σκηνή ήταν ιστορικά ορθή. Ακόμα και οι λεπτομέρειες των γεγονότων είναι πολύ κοντά στην ιστορική πραγματικότητα, συμπεριλαμβανομένων της ναυτίας που ένιωσαν οι στρατιώτες όσο τα αποβατικά πλησίαζαν την ακτή, των σημαντικών απωλειών στο πρώτο κύμα της απόβασης και της δυσκολίας επικοινωνίας των γειτονικών μονάδων στην ακτή. Οι συναφείς λεπτομέρειες των δράσεων του λόχου ήταν επίσης ορθές, για παράδειγμα, χρησιμοποιήθηκαν τα σωστά κωδικά ονόματα για τον τομέα επίθεσης και για τους γειτονικούς τομείς. Συμπεριλήφθηκαν όμως στην κινηματογραφική απεικόνιση της απόβασης μία σκηνή, αυτή της εκτίναξης του φρουρίου στην κορυφή των βράχων, που δεν ήταν μέρος των αποστολών του λόχου, παρά έγινε όμως μετά την αναρρίχηση στους βράχους του Pointe du Hoc.

Στα αποβατικά σκάφη που χρησιμοποιήθηκαν συμπεριλαμβάνονται δώδεκα πραγματικά σκάφη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, 10 LCVP και 2 LCM, τα οποία αντικατέστησαν τα LCA, τα οποία στην πραγματικότητα μετέφεραν τους λόχους Ρέιντζερ στην απόβαση στη Νορμανδία. Οι κινηματογραφιστές χρησιμοποίησαν υποβρύχιες κάμερες για να καταφέρουν να απεικονίσουν καλύτερα τους στρατιώτες που χτυπήθηκαν από σφαίρες μέσα στο νερό. Σαράντα βαρέλια ψεύτικο αίμα χρησιμοποιήθηκαν για να προσομοιώσουν την επίδραση του ανθρώπινου αίματος στο θαλασσινό νερό. Παρ' όλα αυτά, δεν ήταν το ίδιο εύκολο να αποδώσουν τόσο ρεαλιστικά και τα γερμανικά άρματα μάχης και τεθωρακισμένα οχήματα, αφού λίγα έχουν διασωθεί σε καλή κατάσταση. Τα άρματα Tiger I ήταν αντίγραφα των κανονικών, ενώ τα Panzer θύμιζαν αρκετά Marder III, καθώς το ένα ήταν κατασκευασμένο σε πλαίσιο του τσέχικου Panzer 38(t), ένα άρμα παρόμοιο με το Marder III, ενώ το άλλο ήταν ένα τροποποιημένο αισθητικά σουηδικό Stridsvagn m/41, το οποίο χρησιμοποιεί τη βάση του Panzer 38(t). Σύμφωνα με τον Έντι Μπάιερ to Marder III κατασκευαζόταν με μετατροπή είτε του τσέχικου panzer38 είτε του γερμανικού panzer Mark III.[4]

Αναπόφευκτα οι κινηματογραφιστές, καλλιτεχνική αδεία, πρόσθεσαν αρκετό δράμα στην ταινία. Ένα από τα πιο αξιοσημείωτα σημεία είναι η απεικόνιση της 2ης Μεραρχίας PanzerSS ως αντιπάλου κατά τη διάρκεια της φανταστικής μάχης της Ραμέλ, καθώς η συγκεκριμένη μεραρχία δεν συμμετείχε στη Νορμανδία, παρά μόνο τον Ιούλιο 160 χιλιόμετρα ανατολικά, στην Καέν, εναντίον Βρετανών και Καναδών. Επιπλέον οι γέφυρες του ποταμού Μεντρέ δεν αποτελούσαν στόχο της 101ης αερομεταφερόμενης μεραρχίας, αλλά της 82ης. Γενικά πολλές επισημάνσεις έχουν γίνει για «τραγικά λάθη» που έγιναν τόσο από Αμερικανούς όσο και από Γερμανούς στρατιώτες, κατά τη διάρκεια της μάχης στην ταινία, με τον ίδιο τον Σπίλμπεργκ να απαντά πως επέλεξε να αντικαταστήσει τις σωστές στρατιωτικές τακτικές αυστηρής ιστορικής ακρίβειας για να δείξει τις δραματικές επιπτώσεις των ανθρώπινων ενεργειών. Για να επιτευχθεί ο ήχος και η ποιότητα που θα ήταν πιστά στην πραγματικότητα, ο Σπίλμπεργκ συνεργάστηκε με τον κινηματογραφιστή Γιάνους Καμίνσκι, και είπε για τους στόχους τους: «Στην αρχή, γνωρίζαμε πως δεν επιθυμούσαμε να φτιάξουμε ένα υπερθέαμα για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά κάτι που να θυμίζει υλικό της δεκαετίας του 1940, όταν η τεχνολογία δεν είχε αναπτυχθεί». Ο Καμίνσκι αφαίρεσε τις προστατευτικές επικαλύψεις από τους φακούς κάθε κάμερας, καθιστώντας τους πιο κοντά σε αυτούς της δεκαετίας του 40, εξηγώντας ότι: «χωρίς τις προστατευτικές επικαλύψεις το φως εισέρχεται στην κάμερα και αρχίζει να αναπηδά γύρω, κάτι που το καθιστά λίγο πιο διάχυτο και μαλακό, χωρίς να χάνεται η εστίαση». Οι κινηματογραφιστές ολοκλήρωσαν αυτή τη διαδικασία τοποθετώντας τα αρνητικά σε χλωρίνη, μειώνοντας την φωτεινότητα και τον κορεσμό των χρωμάτων. Επίσης άλλαξαν τον χρόνο του κλείστρου καθιστώντας τις κινήσεις των στρατιωτών κοφτές και τις εκρήξεις πιο ρεαλιστικές.

Η ταινία διανεμήθηκε από την DreamWorks στη Βόρεια Αμερική και διεθνώς από την Paramount Pictures. Ως αποτέλεσμα της απόκτησης της DreamWorks από την Paramount το 2005, η Paramount απέκτησε τα δικαιώματα διανομής στη Βόρεια Αμερική (και μετά της διαίρεσης από τη DreamWorks). Η διάσωση του στρατιώτη Ράιαν ήταν καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία και πιστώνεται με τη συμβολή σε μια αναζωπύρωση προς το συμφέρον της Αμερικής στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Παλιές και νέες ταινίες, βιντεοπαιχνίδια και μυθιστορήματα για τον πόλεμο κέρδισαν σε δημοτικότητα μετά την πρεμιέρα της. Η χρήση αποκορεσμένου χρώματος στη ταινία, μαζί με τις κάμερες χειρός, και τις σφιχτές γωνίες έχει επηρεάσει βαθιά τις επόμενες ταινίες και τα βιντεοπαιχνίδια. Η διάσωση του στρατιώτη Ράιαν κυκλοφόρησε σε 2.463 κινηματογράφους στις 28 Ιουλίου 1998, και απέφερε συνολικά 30.500.000 δολάρια στην πρεμιέρα της. Η ταινία απέφερε συνολικά 216,5 εκατομμύρια δολάρια στη Βόρεια Αμερική και 265,3 εκατομμύρια δολάρια σε άλλες περιοχές, φέρνοντας σε παγκόσμιο επίπεδο συνολικά 481,8 $ εκατομμύρια και καθιστώντας την ως τη παραγωγή με το μεγαλύτερο τζίρο εγχώριας ταινίας της χρονιάς.

Οι κριτικές για την ταινία ήταν πολύ θετικές, με πολλούς επαίνους για τις ρεαλιστικές σκηνές μάχης και τις επιδόσεις των ηθοποιών, ενώ επίσης κερδίζει θετική κριτική για το σενάριο. Η ταινία δεν κυκλοφόρησε στη Μαλαισία διότι ο Σπίλμπεργκ αρνήθηκε να κόψει τις βίαιες σκηνές. Ωστόσο, η ταινία κυκλοφόρησε τελικά και διανεμήθηκε σε DVD με πιστοποιητικό 18SG πολύ αργότερα μέσα στο 2005. Πολλοί κριτικοί, όπως οι Κριτικοί της Νέας Υόρκης και Los Angeles Film Critics Association, επέλεξαν τη Διάσωση του στρατιώτη Ράιαν ως ταινία της χρονιάς. Επίσης ο Ρότζερ Ίμπερτ έδωσε τέσσερα αστέρια από τα τέσσερα και την αποκάλεσε «ισχυρή εμπειρία».

Ο σκηνοθέτης Κουέντιν Ταραντίνο έχει εκφράσει το θαυμασμό του για την ταινία και την έχει αναφέρει ως μια επιρροή για το 2009. Σε μια συνέντευξη ο Ταραντίνο είπε στον Σάμιουελ Μπλούμενφελντ: «Ο Σπίλμπεργκ κάνει κάτι ανήκουστο με την κυκλοφορία της εν λόγω ταινίας. Όταν παρακολουθείτε τη σκηνή της αποβίβασης, δεν είναι πλέον δυνατό να συγκρίνουμε με τον ίδιο τρόπο το Η πιο μεγάλη μέρα του πολέμου ή ακόμα και το Samuel Fuller. Η διάσωση του στρατιώτη Ράιαν με έκανε να γνωρίσω ορισμένα ζητήματα που εγείρονται από τον κινηματογράφο του πόλεμου. Επίσης η ιδέα ότι οι σαράντα άνδρες σε μια βάρκα που εξοντώθηκαν σε δευτερόλεπτα από ένα όπλο είναι τρομακτική. Μπορείτε να φανταστείτε την πιο φρικτή σφαγή; Προφανώς, ναι. Εκτός από το ότι σε όλη τη σκηνή, θα παρακολουθήσουν τη χειρότερη σφαγή στην ιστορία. Η ακολουθία του αγώνα μεταξύ ενός στρατιώτη των ΗΠΑ και των ναζί στο τέλος της ταινίας είναι, επίσης ξεχωριστή. Μισώ τις πολεμικές ταινίες που δείχνουν έναν στρατιώτη δολοφόνο που σκοτώνει τους αντιπάλους χωρίς να ιδρώσει, σαν να ήταν ασήμαντοι. Εάν πάλευα να σώσω το τομάρι μου, πιστεύω ότι θα ήταν λίγο πιο δύσκολο. Ο Σπίλμπεργκ τα κατάφερε θαυμάσια να οργανώσει αυτή τη σκηνή με αυτή τη διάσταση».

Ο ηθοποιός Ρίτσαρντ Τοντ, ο οποίος ήταν μεταξύ των πρώτων των συμμαχικών στρατιωτών που προσγειώθηκαν στη Νορμανδία, δήλωσε ότι η ταινία ήταν «χάλια». Άλλοι βετεράνοι του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, ωστόσο, δήλωσαν ότι η ταινία ήταν η πιο ρεαλιστική απεικόνιση της μάχης που είχαν δει ποτέ.

Άλλες πληροφορίες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ταινία είναι ιδιαίτερα γνωστή για τα πρώτα 24 λεπτά της, όπου απεικονίζεται η απόβαση στην Παραλία Ομάχα στις 6 Ιουνίου 1944. Η συγκεκριμένη σκηνή έγινε γνωστή για την παραστατικότητα αλλά και τη βιαιότητά της και έχει χαρακτηριστεί ως μια από τις καλύτερες απεικονίσεις σκηνών μάχης όλων των εποχών. Μόνο για το γύρισμα της συγκεκριμένης σκηνής δαπανήθηκαν 11.000.000 δολάρια. Η ταινία στοίχισε συνολικά 70.000.000.

Η ταινία ήταν υποψήφια για 11 Όσκαρ και κέρδισε τελικά στις 5 κατηγορίες (Σκηνοθεσίας, Φωτογραφίας, Μοντάζ, Ηχητικών Εφέ, Ήχου). Επιπλέον έχει βραβευτεί με Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Δραματικής Ταινίας και Καλύτερης Σκηνοθεσίας, με βραβείο σκηνοθεσίας από το Σωματείο Σκηνοθετών Αμερικής (DGA) και με βραβείο καλύτερης ταινίας από το Σωματείο Παραγωγών Αμερικής (PGA). Τον Ιούνιο του 2008, το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την τοποθέτησε στη λίστα με τις δέκα καλύτερες αμερικανικές ταινίες τέτοιου είδους. Η διάσωση του στρατιώτη Ράιαν εισήχθη ως η όγδοη καλύτερη επική ταινία.

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 www.europeanfilmawards.eu/en_EN/film/saving-private-ryan.5054. Ανακτήθηκε στις 17  Μαΐου 2020.
  2. (Αγγλικά) Internet Movie Database. tt0120815.
  3. «Ο πλήρης κατάλογος ταινιών του Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου των Η.Π.Α» (στα Αγγλικά). loc.gov. Ανακτήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 2021. 
  4. BAYER, EDDY (1964). Ο Πόλεμος των Τεθωρακισμένων, α΄τόμος. Αθήνα: Γενικό Επιτελείο Στρατού. σελ. 328. 
  • Ερευνητική Εργασία «Ιστορία και Κινηματογράφος: Μύθοι και πραγματικότητα στη Μεγάλη Οθόνη», Πρότυπο Πειραματικό ΓεΛ Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης, Ν.Σμύρνη, 2011-2012, [1]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]