Τσιφτάς
Τσιφτάς | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικος Τσιφτάς
| ||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Emberiza (Miliaria) calandra (Τσιφτάς) Linnaeus, 1758 | ||||||||||||||||
Υποείδη | ||||||||||||||||
Emberiza calandra buturlini |
Ο Τσιφτάς είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Εμπεριζίδων (τσιχλόνια), που απαντάται στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Emberiza calandra και περιλαμβάνει 2 υποείδη.[3] Στην Ελλάδα απαντάται το υποείδος Emberiza calandra calandra (Linnaeus, 1758).
Συστηματική ταξινομική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η συστηματική θέση του είδους είναι από καιρό αμφιλεγόμενη. Ο Karel Voous το διαχώρισε (1977) από το γένος Emberiza και, το τοποθέτησε στο μονοτυπικό γένος Miliaria. Για να στηρίξει αυτό το διαχωρισμό, έθεσε κάποια μορφολογικά στοιχεία που το διαφοροποιούν από τα υπόλοιπα είδη του γένους Emberiza, όπως το αρκετά μεγαλύτερο μέγεθός του, την ολοκληρωτική αλλαγή φτερώματος (moulting) των νεαρών ατόμων και, κυρίως, τη μη εμφάνιση φυλετικού διμορφισμού, χαρακτηριστική στα άλλα τσιχλόνια.[4] Μάλιστα, προστέθηκαν θέσεις που συνηγόρησαν στη συγκεκριμένη άποψη υποστηρίζοντας επιπλέον ότι, υπάρχουν μορφολογικές διαφορές στα ουραία πτερά αλλά και στο τραγούδι του Τσιφτά.[5]. Ωστόσο, μοριακές γενετικές μελέτες DNA, δεν μπόρεσαν να επιβεβαιώσουν τη συγκεκριμένη συστηματική άποψη, οπότε η επικρατούσα σήμερα άποψη είναι ότι το είδος πρέπει να παραμείνει στο γένος Emberiza.[6][7]
Γεωγραφική κατανομή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το είδος κατανέμεται σε μεγάλα, αλλά έντονα διάσπαρτα, τμήματα της νοτιοδυτικής Παλαιαρκτικής. Είναι μερικώς μεταναστευτικό πτηνό, με κάποιους πληθυσμούς να είναι μόνιμοι και, άλλους, να είναι αποδημητικοί ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος.
Περιοχές αναπαραγωγής
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι περιοχές στις οποίες το είδος είναι επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης εκτείνεται από τα Κανάρια Νησιά, τη βορειοδυτική Αφρική, την Πορτογαλία και την Ιρλανδία στα δυτικά, έως το Καζακστάν και τις παρυφές της Κίνας στα ανατολικά. Το βόρειο όριο της κατανομής εκτείνεται από τα νησιά Σέτλαντ, τη βόρεια Δανία και νότια Σουηδία, την Εσθονία και τη Λιθουανία και στη συνέχεια τη νοτιοδυτική Ρωσία και την Ουκρανία,. Το νότιο όριο βρίσκεται στην Ανατολική Μεσόγειο, Κρήτη, Ρόδο, Κύπρο και Μέση Ανατολή σε μια στενή ζώνη κατά μήκος της Μεσογείου. Πιο ανατολικά, συνεχίζεται το νότιο όριο κατανομής γύρω από τα νότια σύνορα της Τουρκίας και στη συνέχεια εκτείνεται προς τα δυτικά του Ιράν προς το Στενό του Ορμούζ.[8]
Περιοχές διαχείμασης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι περιοχές διαχείμασης βρίσκονται, ανάλογα με το υποείδος στην Αφρική (νότιο Μαρόκο και νότια Τυνησία, Λιβύη και Αίγυπτο) και στην Ασία (ΒΔ Κασπία στις 43° Β, περίπου, το νότιο Ισραήλ και το Στενό του Ορμούζ, μέχρι το Ομάν και, κατόπιν, σε μία πολύ απομακρυσμένη ζώνη στα σύνορα Καζακστάν και Κίνας.
Μεταναστευτική συμπεριφορά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Τσιφτάς μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ως αναπαραγωγικό είδος της μεσογειακής ζώνης και της στέπας, με ελαφρά επεκτεινόμενη κατανομή προς βορράν.
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από τη Νορβηγία και τη Φινλανδία, τη Μαυριτανία και την Ινδία.[1]
Στην Ελλάδα, ο Τσιφτάς είναι κυρίως επιδημητικό πτηνό, δηλαδή ζει και αναπαράγεται στη χώρα καθ’όλη τη διάρκεια του έτους, αλλά έρχονται και άτομα για να διαχειμάσουν ή είναι, απλώς, μεταναστευτικά.[9]
Βιότοπος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Τσιφτάς απαιτεί ανοικτά τοπία με διάσπαρτα δέντρα ή θάμνους και τουλάχιστον εν μέρει πυκνή βλάστηση στην κεντρική Ευρώπη, κυρίως χορτολιβαδικές εκτάσεις, παρυφές αγρών και εγκαταλειμμένες εκτάσεις. Επιπλέον, συχνάζει σε αμμόλοφους και χέρσα εδάφη. Στις μεσογειακές περιοχές, εμφανίζεται και σε εγκαταλειμμένους ελαιώνες και αμπελώνες, υποβαθμισμένες τοποθεσίες, περιοχές με μακί, φρύγανα και θαμνώνες, καμένες περιοχές, αραιά δάση με βελανιδιές και, παράκτια, σε βραχώδεις ξηρές πλαγιές και στεππώδεις περιοχές με Salicornia spp.[5]
Στο Ηνωμένο Βασίλειο τα, στατιστικά, 5 προτιμώμενα οικοσυστήματα είναι: αρόσιμες εκτάσεις, θαμνώδεις περιοχές, περιαστικά τοπία (χωριά), μέρη με πλατύφυλλα δένδρα και λιβάδια.[10]
Στην Ελλάδα απαντάται συνήθως σε ανοικτές περιοχές με διάσπαρτα δένδρα και θάμνους.[9] Επίσης, σε αγροτικές περιοχές με φράχτες και σε υγροτόπους, ενώ το απόγευμα κοντά σε καλαμώνες (θέση κουρνιάσματος).[11]
Μορφολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Τσιφτάς είναι ένα τσιχλόνι που, δικαίως έχει προκαλέσει «ταξινομικά» προβλήματα στους ορνιθολόγους, λόγω των αποκλίσεων που παρουσιάζει από τα άλλα μέλη της ομάδας. Η κυριότερη διαφορά του είναι ότι, δεν εμφανίζει φυλετικό διμορφισμό, δηλαδή τα φύλα είναι μορφολογικά όμοια -παρόλο που τα αρσενικά είναι βαρύτερα-, σε αντίθεση με τα άλλα τσιχλόνια που το αρσενικό ξεχωρίζει έντονα από το θηλυκό.
Είναι σχετικά «στρουμπουλό» στην εμφάνιση και το μεγαλύτερο από τα μέλη της ομάδας του,[12] ενώ ο χρωματισμός του είναι πολύ ομοιόμορφος γκρί-καφέ με διάσπαρτες ραβδώσεις και, χωρίς περαιτέρω διακριτά στοιχεία.[13] Στα ενήλικα πουλιά, η ράχη, η ωμοπλάτη (scapulars), το ουροπύγιο και τα άνω καλυπτήρια της ουράς είναι γκρι-καφέ έως καφέ. Το στήθος φέρει έντονες ραβδώσεις ενώ κάποια άτομα εμφανίζουν μία μαύρη κηλίδα στο σημείο αυτό του σώματος.[13] Η άνω επιφάνεια των πτερύγων είναι ως επί το πλείστον καφέ και, τα μεσαία και μεγάλα καλυπτήρια είναι πιο ανοιχτά καφέ, με θαμπές ραβδώσεις, ενώ δεν υπάρχουν λευκές περιοχές στα άκρα τους (wing bars). Η ουρά είναι σχεδόν μονόχρωμη καφετί με ελαφρές μπεζ ραβδώσεις, χωρίς καθόλου λευκό στα άκρα της (διαφορά από τα άλλα τσιχλόνια). Επίσης, στο κεφάλι λείπουν τα «εντυπωσιακά» σχέδια, με το πίσω μέρος να είναι γκρι έως μεσαίο καφέ. Ο λαιμός και οι πλευρές του λαιμού είναι επίσης ανοικτά μπεζ, ενώ το πηγούνι φέρει λωρίδα γκριζοκαφετιά. Η ίριδα έχει πολύ σκούρο καφέ χρώμα και οι ταρσοί είναι κιτρινωποί-ροζ.
- Το ράμφος του Τσιφτά, επίσης ξεχωρίζει από εκείνα των άλλων μελών της ομάδας: είναι πιο ισχυρό, στρογγυλευμένο και, το πάνω τμήμα του (ραμφοθήκη), φέρει ογκώδες κεράτινο φύμα στην υπερώα.[9]
Στα νεαρά άτομα, η κορυφή του κεφαλιού είναι πιο φωτεινή μπεζ-καφέ, χωρίς αποχρώσεις του γκρι. Η ωμοπλάτη και τα ανώτερα καλυπτήρια έχουν χρώμα σκούρο καφέ με έντονες αντιθέσεις ανοικτού μπεζ . Μετά τη φθινοπωρινή πλήρη έκδυση (moulting), τα νεαρά πουλιά δύσκολα ξεχωρίζουν από τα ενήλικα άτομα.
- Μήκος σώματος: (16-)18(-19)εκατοστά.
- Άνοιγμα πτερύγων: Αρσενικό 9,1- 10,8 εκατοστά, Θηλυκό 8,6- 10,2 εκατοστά [10]
- Βάρος: Αρσενικό 38-68 γραμμάρια, Θηλυκό 34-56 γραμμάρια [10]
Τροφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η διατροφή των ενηλίκων ατόμων περιλαμβάνει κυρίως κόκκους δημητριακών, σπέρματα αγρωστωδών, πόες και διάφορα πολυετή φυτά. Ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες και την αφθονία, συμπεριλαμβάνονται επίσης διάφορα ασπόνδυλα, κυρίως έντομα και οι προνύμφες τους και αρθρόποδα (αράχνες). Η διατροφή των νεοσσών περιλαμβάνει, ωστόσο, σε καλές καιρικές συνθήκες σχεδόν αποκλειστικά έντομα, αράχνες, και σπανιότερα μικρά σαλιγκάρια και άλλα ασπόνδυλα, ενώ σε κακές καιρικές συνθήκες τα μαλακά μέρη των σιτηρών και άλλων φυτών.[5]
Φωνή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Τσιφτάς, εκτός των άλλων στοιχείων που τον διαφοροποιούν από τα άλλα τσιχλόνια, έχει και ένα εντελώς ιδιόμορφο κάλεσμα-τραγούδι (φωνή), που πολύ εύστοχα, περιγράφεται ως «κουδούνισμα από αρμαθιά κλειδιών» (sic). Μάλιστα, τα μη ιδιαίτερα μορφολογικά του χαρακτηριστικά, που δεν βοηθούν στην αναγνώρισή του στο πεδίο, υποκαθίστανται με απόλυτη επιτυχία από το κάλεσμά του. Όταν ακουστεί αυτό το χαρακτηριστικό «κροτάλισμα» (jiggling), είναι απόλυτα βέβαιο ότι πρόκειται για Τσιφτά.
Εκφέρεται αποκλειστικά από τα αρσενικά άτομα από εκτεθειμένα σημεία -συνήθως από φράχτες, στύλους διανομής ρεύματος ή πασάλους, αλλά και από τους σκληρούς βλαστούς θάμνων και αγρωστωδών- και ακούγεται σχεδόν όλο το χρόνο. Αποτελείται από ένα ενιαίο, μικρής διάρκειας και συχνά επαναλαμβανόμενο jingl-μοτίβο, χωρίς μελωδικά στοιχεία και, διαρκεί 1,3-2,5 δευτερόλεπτα, περίπου. Κάποιοι ερευνητές το χωρίζουν σε τρία διακριτά τμήματα, που το καθένα έχει τα δικά του φωνητικά υποτμήματα.
- Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το είδος θεωρείται σε τέτοιο βαθμό επιδημητικό (μόνιμο) που, κάθε 30 χιλιόμετρα περίπου, τα αρσενικά τραγουδούν σε διαφορετική «διάλεκτο».[10]
Ηθολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Εκτός αναπαραγωγικής περιόδου, οι τσιφτάδες συνηθίζουν να συγκεντρώνονται σε σμήνη και, αρκετές φορές αναμιγνύονται με άλλα τσιχλόνια ή σπίζες. Το πέταγμά τους, είναι αρκετά «βαρύ», διαφορετικό από εκείνο των κορυδαλών με τους οποίους μοιάζουν μορφολογικά και, πραγματοποιείται με τα πόδια κρεμασμένα και όχι κολλημένα στο σώμα, όπως κάνουν τα άλλα μέλη της ομάδας τους.[13]
Αναπαραγωγή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι τσιφτάδες δεν δείχνουν κάποια ιδιαίτερη προσήλωση στο ταίρι τους και, τις περισσότερες φορές είναι πολυγαμικά. Τα αρσενικά κατέχουν και υπερασπίζονται έντονα τις περιοχές αναπαραγωγής που τις υποδεικνύουν στα θηλυκά για την κατασκευή της φωλιάς. Ο βαθμός της πολυγυνίας των αρσενικών ποικίλλει ανάλογα με την επικράτεια, αλλά η συνηθισμένη αναλογία αρσενικού προς θηλυκά μπορεί να φθάσει το 1:5. Τα κριτήρια μέσω των οποίων γίνεται η επιλογή και ο αριθμός των θηλυκών, δεν είναι ξεκάθαρα, αλλά φαίνεται ότι σημαντικό ρόλο παίζει η ηλικία των αρσενικών, με τα γηραιότερα να ζευγαρώνουν, κατά μέσον όρο, με περισσότερα θηλυκά.[5]
Η περίοδος αναπαραγωγής είναι σχετικά αργά: στην κεντρική και δυτική Ευρώπη, αρχίζει στα τέλη Απριλίου με αρχές Μαΐου, με το κύριο τμήμα της να πραγματοποιείται στα μέσα Μαΐου με μέσα Ιουνίου. Ωστόσο, σε αρκετές περιπτώσεις γίνεται εναπόθεση αυγών ακόμη και τον Ιούλιο ή στις αρχές Αυγούστου. Η ωοτοκία μπορεί να πραγματοποιηθεί και δεύτερη φορά (ποσοστό 18%) (Blotzheim & Bauer) ή και τρίτη, πολύ σπάνια όμως (Harrison).
Οι φωλιές βρίσκονται μακριά από περιοχές με δέντρα, συνήθως σε ανοικτές εκτάσεις, ερεικώνες, καλλιεργημένα χωράφια ή και αναξιοποίητα υποβαθμισμένα μέρη με χαμηλή βλάστηση. Κατασκευάζονται συνήθως από το θηλυκό, απευθείας πάνω στο έδαφος ή σπανιότερα πάνω σε θάμνους ή σε φράκτες, το πολύ 1,5 μέτρο από την επιφάνεια του εδάφους. Είναι αρκετά μεγάλες, για το μέγεθος του πουλιού, δομές με εξωτερική διάμετρο 11 έως 15 εκατοστά και ύψος από 6,0 έως 10,5 εκατοστά. Αποτελούνται κυρίως από κοτσάνια χόρτων και, συνήθως, μικρές ποσότητες άλλων φυτικών τμημάτων, με το υλικό που χρησιμοποιείται να λεπταίνει σταδιακά από το εξωτερικό προς το εσωτερικό. Το υλικό επίστρωσης είναι χορτάρι, ρίζες και μαλλί από ζώα.[14]
Η γέννα αποτελείται από 4-6, σπάνια 1-7 αυγά, που επωάζονται από το θηλυκό για 12-14 ημέρες. Μετά την εκκόλαψη, οι φωλεόφιλοι νεοσσοί παραμένουν στη φωλιά για 9-12 ημέρες επί πλέον και, σιτίζονται επιτηρούμενοι από το θηλυκό.[15] Εγκαταλείπουν τη φωλιά πριν να πετάξουν (Harrison) και παραμένουν κοντά στο θηλυκό για 20-33 ημέρες ακόμη, με το αρσενικό να συμμετέχει περισσότερο στη σίτισή τους.[5]
Στην Ελλάδα, ο Τσιφτάς βρίσκεται καθ’όλη τη διάρκεια του έτους, αναπαραγομένος κυρίως στην ηπειρωτική Ελλάδα και στα περισσότερα από τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, αλλά το χειμώνα έρχονται και επισκέπτες από τις βόρειες χώρες.[11]
Κατάσταση πληθυσμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γενικά, οι αναπαραγωγικοί πληθυσμοί του Τσιφτά, βρίσκονται σε καλή κατάσταση, γι αυτό, η IUCN, έχει χαρακτηρίσει το είδος ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC), παγκοσμίως, αλλά με καθοδικές τάσεις.[1]
Οι πληθυσμοί μειώνονται αισθητά στη βορειοδυτική ηπειρωτική Ευρώπη και λιγότερο στην κεντρική Ευρώπη λόγω της αλλαγής των γεωργικών πρακτικών και του κλίματος. Στην Ευρώπη, οι τάσεις από το 1980 δείχνουν ότι οι πληθυσμοί έχουν υποστεί μια μέτρια μείωση (p <0,05), με βάση τα προσωρινά στοιχεία για 21 χώρες από την Πανευρωπαϊκή Προγράμματος Παρακολούθησης Κοινών Πουλιών (EBCC / RSPB / BirdLife / Στατιστική Ολλανδία? Π. Voříšek in litt. 2008).
Ο κύριος όγκος του αναπαραγωγικού πληθυσμού βρίσκεται στην Τουρκία, την Ισπανία και τη Βουλγαρία.[16]
Άλλες ονομασίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στον ελλαδικό χώρο ο Τσιφτάς απαντάται και με τις ονομασίες Τσιφτιάς, Καμποσταρήθρα (Παρνασσός), Καμποτσίχλονο, Γαϊδουροσταρήθρα, Φίστης (Νάξος).[17]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 BirdLife International (2012). Miliaria calandra στην Κόκκινη Λίστα Απειλούμενων Ειδών της IUCN. Έκδοση 2013.2. Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN). Ανακτήθηκε 28 Μαρτίου 2014.
- ↑ Howard and Moore, p.776
- ↑ Howard and Moore, p. 777
- ↑ Voous
- ↑ 5,0 5,1 5,2 5,3 5,4 Blotzheim & Bauer
- ↑ Lee et al
- ↑ Per Alström et al
- ↑ BirdLife International and NatureServe (2012). «Miliaria calandra: Χάρτης γεωγραφικής κατανομής». IUCN. Ανακτήθηκε στις 28 Μαρτίου 2014.
- ↑ 9,0 9,1 9,2 Όντρια, σ. 165
- ↑ 10,0 10,1 10,2 10,3 http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob18820.htm
- ↑ 11,0 11,1 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Απριλίου 2014. Ανακτήθηκε στις 3 Ιουνίου 2013.
- ↑ Heinzel et al, p. 354
- ↑ 13,0 13,1 13,2 Bruun, p. 288
- ↑ Harrison, p. 292
- ↑ Harrison, p. 293
- ↑ Detailed species account from Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status (BirdLife International 2004)
- ↑ Απαλοδήμος, σ. 61
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
- Collin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
- Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
- Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
- Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
- Πάπυρος Λαρούς-Μπριτάνικα, τόμος 58 , λήμμα «Τσιχλόνια»
- Ιωάννη Όντρια, Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
- Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
- «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας, Αθήνα 1992»
- Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
- IUCN Red List: http://www.iucnredlist.org/
- E. Bezzel: Kompendium der Vögel Mitteleuropas. Passeres. Aula-Verlag, Wiesbaden, 1993. ISBN 3-89104-530-1: S. 727-732.
- J. Hoffmann & G. Haase: Grauammer - Miliaria calandra. In: ABBO 2001: Die Vogelwelt von Brandenburg und Berlin. Natur & Text, Rangsdorf; 2001. ISBN 3-9807627-5-0: S. 619-622.
- Per Alström, Urban Olsson, Fumin Lei, Hai-tao Wang, Wei Gao, Per Sundberg: Phylogeny and classification of the Old World Emberizini (Aves, Passeriformes). Molecular Phylogenetics and Evolution 47, 2008: S. 960–973
- P. L. M. Lee, L. J. Richardson & R. B. Bradbury: The phylogenetic status of the Corn Bunting Milaria calandra based on mitochondrial control-region DNA sequences. Ibis 143, 2001: S. 299-303
- Urs N. Glutz von Blotzheim, Kurt M. Bauer: Handbuch der Vögel Mitteleuropas, Band 14/III, Passeriformes (5. Teil): Embrizidae – Icteridae. Aula, Wiesbaden 1997: S. 1857-1916
- Voous, K. H.: List of Recent Holarctic Bird Species, second ed. British Ornithologists Union, London 1977. zitiert In: P. L. M. Lee, L. J. Richardson & R. B. Bradbury: The phylogenetic status of the Corn Bunting Milaria calandra based on mitochondrial control-region DNA sequences. Ibis 143, 2001: S. 299-303