overwrite

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
overwrite < over- (επάνω) + write (γράφω)

Προφορά

[επεξεργασία]
 

overwrite (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • overwrite στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια