write
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | write |
γ΄ ενικό ενεστώτα | writes |
αόριστος | wrote |
παθητική μετοχή | written |
ενεργητική μετοχή | writing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
[επεξεργασία]write (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) γράφω
- ↪ I will write to him.
- Θα του γράψω.
- ↪ Half is written numerically as 1/2 or 0.5.
- Το μισό αριθμητικά γράφεται ως 1/2 ή 0,5.
- ↪ I will write to him.
- γράφω καθ' υπαγόρευση, σημειώνω
- ↪ He wrote all I said.
- Έγραψα ό,τι είπα.
- ≈ συνώνυμα: jot down, mark down, note, transcribe και write down
- ↪ He wrote all I said.
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- write - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 200. ISBN 9780194325684., λήμμα: γράφω