go off

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας go off
γ΄ ενικό ενεστώτα goes off
αόριστος went off
παθητική μετοχή gone off
ενεργητική μετοχή going off

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
go off < → δείτε τις λέξεις go και off

go off (en)

  1. (αμετάβατο) σβήνω, για φως, ηλεκτρισμό κλπ που σταματά να λειτουργεί
    The lights went off.
    Τα φώτα έσβησαν.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη switch off
  2. (αμετάβατο) εξελίσσομαι, συμβαίνει με συγκεκριμένο τρόπο
    The meeting went off without a hitch.
    Η συγκέντρωση εξελίχθηκε καλά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη turn out
  3. (μεταβατικό) κρίνω, σχηματίζω άποψη από κάτι
    Going off of what you’re saying…
    Κρίνοντας απ’ ό,τι λες…
    You must not go off of appearances.
    Δεν πρέπει να κρίνεις από τα φαινόμενα.
    If we go off his work as a whole…
    Αν κρίνουμε το έργο του συνολικά…
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη judge