by
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Πρόθεση
[επεξεργασία]by (en)
- με, χρησιμοποιείται για να δηλώσει πώς ή με ποιον τρόπο γίνεται κάτι
- ↪ We will return by taxi/airplane/walking.
- Θα γυρίσουμε με ταξί/αεροπλάνο/τα πόδια.
- ↪ He sent me my books by mail.
- Mου έστειλε τα βιβλία μου με το ταχυδρομείο.
- ↪ I am paying by card.
- Πληρώνω με κάρτα.
- ↪ We will return by taxi/airplane/walking.
- κοντά σε, στο πλάι ή δίπλα σε κάποιον ή κάτι
- με, χρησιμοποιείται, συνήθως μετά από ένα παθητικό ρήμα, για να δηλώνει ποιος ή τι κάνει, δημιουργεί ή προκαλεί κάτι
- ↪ He was wounded by a nail.
- Πληγώθηκε με ένα καρφί.
- ↪ He was wounded by a nail.
- μέχρι, όχι αργότερα από την αναφερόμενη ώρα
- ↪ I will be back by six.
- Θα επιστρέψω μέχρι τις έξι.
- ↪ The children will have seen the match by nighttime.
- Τα παιδιά θα έχουν δει το ματς μέχρι τη νύχτα.
- ↪ The document should have been sent by the following Monday at the latest!
- Να έχει σταλεί το έγγραφο το αργότερο μέχρι την επόμενη Δευτέρα!
- ↪ I will have finished the lesson by then.
- Θα έχω τελειώσει το μάθημα μέχρι τότε.
- ↪ I will be back by six.
- κατά, για, χρησιμοποιείται για να δείξει το βαθμό ή την ποσότητα κάτι
- ↪ Salaries/prices will rise by 10%.
- Οι μισθοί/τιμές θα αυξηθούν κατά 10%.
- ↪ The metro line will be extended by kilometers.
- Η γραμμή του μετρό θα επιμηκυνθεί κατά χιλιόμετρα.
- ↪ We lost by thirty two points.
- Χάσαμε για τριάντα δύο πόντους.
- ↪ Salaries/prices will rise by 10%.
- (με the) με, χρησιμοποιείται να δηλώσει την περίοδο ή την ποσότητα που χρησιμοποιείται για την αγορά, την πώληση ή τη μέτρηση κάτι
- ↪ He is paid by the month/by the hour.
- Πληρώνεται με το μήνα/με την ώρα.
- ↪ They come cheaper if you buy them by the dozen.
- Έρχεται φτηνότερο αν τ' αγοράσεις με τη ντουζίνα.
- ↪ He is paid by the month/by the hour.
- με, χρησιμοποιείται να δηλώσει το ρυθμό με τον οποίο συμβαίνει κάτι
- ↪ I was changing day by day.
- Άλλαζα μέρα με τη μέρα.
- ↪ I was changing day by day.
- μέσω, διαμέσου
- κατά (μια χρονική περίοδο)
- μέχρι, έως, ως
- από
Επίρρημα
[επεξεργασία]by (en)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- by (preposition) - Oxford Learner's Dictionaries
- by (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 463. ISBN 9780194325684., λήμμα: κοντά
Νορβηγικά (no)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]by (no)
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Σύνδεσμος
[επεξεργασία]by (pl) αρσενικό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- στη λέξη μπορεί να μεταβιβάζονται οι καταλήξεις του ρήματος
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]by (sv)
- το χωριό
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Προθέσεις (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Επιρρήματα (αγγλικά)
- Νορβηγική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νορβηγικά)
- Πόλεις (νορβηγικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (πολωνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
- Πολωνική γλώσσα
- Σύνδεσμοι (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (σουηδικά)
- Σουηδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (σουηδικά)