σφυρί
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σφυρί | τα | σφυριά |
γενική | του | σφυριού | των | σφυριών |
αιτιατική | το | σφυρί | τα | σφυριά |
κλητική | σφυρί | σφυριά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σφυρί < μεσαιωνική ελληνική σφυρί < ελληνιστική κοινή σφυρίον (υποκοριστικό του) < αρχαία ελληνική σφῦρα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σφυρί ουδέτερο
- εργαλείο ένα από τα παλαιότερα εργαλεία, με λαβή και κεφαλή, που χρησιμοποιείται για σπάσιμο ή κάρφωμα
- παρόμοιο (1) αντικείμενο, κυρίως ξύλινο, που χρησιμοποιείται:
- στις δημοπρασίες όταν κατακυρώνεται το δημοπρατούμενο σε έναν αγοραστή
- από προεδρεύοντες σε συνεδριάσεις (δικαστηρίων κοινοβουλίων κ.λπ.) για την επαναφορά στην τάξη
- (μουσική) ξύλλινο εξάρτημα με μάλλινη επένδυση, που χτυπά τη χορδή του πιάνου, έχοντας πάρει εντολή από το πλήκτρο
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- βγάζω στο σφυρί: βγάζω σε πλειστηριασμό, δημοπρασία. Χρησιμοποιείται κυρίως επιτιμητικά
- του έβγαλε η τράπεζα το σπίτι του στο σφυρί
- αν δε βρω χρήματα για το νοίκι θα βγάλω στο σφυρί το αμάξι μου
- ≈ συνώνυμα: εκπλειστηριάζω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σφυρί
|