σφύρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σφύρα | οι | σφύρες |
γενική | της | σφύρας | των | σφυρών |
αιτιατική | τη | σφύρα | τις | σφύρες |
κλητική | σφύρα | σφύρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σφύρα < αρχαία ελληνική σφῦρα
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σφύρα θηλυκό