Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας
Socijalistička Federativna
Republika Jugoslavija
Социјалистичка Федеративна
Република Југославија

1918 – 2003
Έμβλημα της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας
Σημαία Έμβλημα
Σύνθημα
Bratstvo i jedinstvo!
(Αδελφοσύνη και ενότητα!)
Ύμνος
(στα 1977) Ύμνος Γιουγκοσλαβίας
Τοποθεσία
Γιουγκοσλαβία
Πρωτεύουσα Βελιγράδι
Γλώσσες Σερβοκροατικά Σλαβομακεδονικά Σλοβενικά
Θρησκεία Αθεϊσμός
Πολίτευμα Ομοσπονδιακή μονοκομματική λαϊκή δημοκρατία
Γενικός Γραμματέας
 -  1945-1980 Γιόσιπ Μπροζ Τίτο
 -  1989-1991 Μίλαν Πανσέφσκι
Πρωθυπουργός
 -  1945–1953
1991–1991
Ιβάν Ρίμπαρ
Στίπε Μέσιτς
 -  1945–1963
1989-1991
Γιόσιπ Μπροζ Τίτο
Άντε Μάρκοβιτς
Ιστορία
 -  Απελευθέρωση της Γιουγκοσλαβίας 1945
 -  Διάλυση της Γιουγκοσλαβίας 1991
Πληθυσμός
 -  εκτ. 23,725,919
92,7/km² 
Νόμισμα Γιουγκοσλαβικό Δηνάριο
Σήμερα Σερβία
Σλοβενία
Κροατία
Μαυροβούνιο
Βοσνία και Ερζεγοβίνη
Βόρεια Μακεδονία
Κοσσυφοπέδιο

Η Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας (ΣΟΔ Γιουγκοσλαβίας ή ΣΟΔΓ) ήταν ένα κράτος στην Κεντρική και Νοτιοανατολική Ευρώπη, που υπήρχε από την ίδρυσή της μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τη διάλυσή της το 1992 κατά τη διάρκεια των Γιουγκοσλαβικών πολέμων. Καλύπτοντας μια έκταση 255.804 χλμ. η ΣΟΔΓ συνόρευε με την Αδριατική Θάλασσα και την Ιταλία στα δυτικά, την Αυστρία και την Ουγγαρία στα βόρεια, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία στα ανατολικά και την Αλβανία και την Ελλάδα στα νότια.

Ηταν ένα σοσιαλιστικό και ομοσπονδιακό κράτος που το κυβερνούσε η Ένωση Κομμουνιστών της Γιουγκοσλαβίας και αποτελείτο από έξι σοσιαλιστικές δημοκρατίες: τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, την Κροατία, τη Σλαβομακεδονία, το Μαυροβούνιο, τη Σερβία και τη Σλοβενία ​​με πρωτεύουσα το Βελιγράδι. Επιπλέον περιλάμβανε δύο αυτόνομες επαρχίες εντός της Σερβίας: το Κοσσυφοπέδιο και τη Βοϊβοντίνα.

Η προέλευση της ΣΟΔΓ ανάγεται στις 26 Νοεμβρίου 1942, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ιδρύθηκε το Αντιφασιστικό Συμβούλιο για την Εθνική Απελευθέρωση της Γιουγκοσλαβίας. Στις 29 Νοεμβρίου 1945 ανακηρύχθηκε η Ομοσπονδιακή Λαϊκή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας μετά την εκθρόνιση του Βασιλιά Πέτρου Β΄ και την κατάργηση της μοναρχίας. Μέχρι το 1948 η νέα κομμουνιστική κυβέρνηση εντάχθηκε αρχικά, υπό την ηγεσία του Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, στο Ανατολικό Μπλοκ στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου, αλλά μετά το σχίσμα Τίτο-Στάλιν το 1948 η ΣΟΔΓ ακολούθησε πολιτική ουδετερότητας. Έγινε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του Κινήματος των Αδεσμεύτων και μεταφέρθηκε από σχεδιασμένη οικονομία σε σοσιαλισμό της αγοράς.

Η ΣΟΔ Γιουγκοσλαβίας διατήρησε την ουδετερότητα κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου στο πλαίσιο της εξωτερικής της πολιτικής. Ήταν ιδρυτικό μέλος του CERN, των Ηνωμένων Εθνών, του Κινήματος των Αδεσμεύτων, του ΟΑΣΕ, του ΠΟΕ, του Eutelsat και της Σύμβασης Βιολογικών Όπλων.

Μετά τον θάνατο του Τίτο στις 4 Μαΐου 1980 η γιουγκοσλαβική οικονομία άρχισε να καταρρέει, γεγονός που αύξησε την ανεργία[1] και τον πληθωρισμό[2]. Η οικονομική κρίση οδήγησε σε αύξηση των εθνικισμών στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, με αποτέλεσμα συγκρούσεις μεταξύ των πολλών εθνοτήτων μέσα στις συνιστώσες δημοκρατίες.

Με την κατάρρευση του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη απέτυχαν επίσης οι συνομιλίες μεταξύ των δημοκρατιών για τη μεταρρύθμιση της ομοσπονδίας. Το 1991 ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη αναγνώρισαν την ανεξαρτησία τους. Η ομοσπονδία κατέρρευσε κατά μήκος των ομοσπονδιακών συνόρων και ακολούθησε η έναρξη των Γιουγκοσλαβικών πολέμων και η τελική κατάρρευση και διάλυση της ομοσπονδίας στις 27 Απριλίου 1992. Δύο από τις δημοκρατίες της, Σερβία και Μαυροβούνιο, παρέμειναν μέσα σε ένα ανασυγκροτημένο κράτος γνωστό ως «Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας», αλλά αυτή η ένωση δεν αναγνωρίστηκε διεθνώς ως το επίσημο διάδοχο κράτος της ΣΟΔΓ. Ο όρος «πρώην Γιουγκοσλαβία» (bivša Jugoslavija / бивша Југославија) χρησιμοποιείται σήμερα για το παρελθόν.

Το όνομα Γιουγκοσλαβία (Jugoslavija) είναι σύνθετη λέξη που αποτελείται από το jug («γιουγκ») και το slavija. Η σλαβική λέξη jug σημαίνει «νότια», ενώ η slavija («Σλάβια») υποδηλώνει μια «χώρα των Σλάβων». Έτσι μια μετάφραση του Jugoslavija θα ήταν «Νότια-Σλαβία» ή «Χώρα των Νότιων Σλάβων». Το πλήρες επίσημο όνομα της ομοσπονδίας διέφερε σημαντικά μεταξύ του 1945 και του 1992.[3]

Η Γιουγκοσλαβία ιδρύθηκε το 1918 με το όνομα Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων. Τον Ιανουάριο του 1929 ο Βασιλιάς Αλέξανδρος Α΄ επέβαλε δικτατορία στο βασίλειο και το μετονόμασε Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας, χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά τον όρο «Γιουγκοσλαβία» - που είχε χρησιμοποιηθεί επί δεκαετίες (ακόμα και πριν ιδρυθεί η χώρα) - ως επίσημο όνομα του κράτους.[3] Μετά την κατάληψη του Βασιλείου από τον Άξονα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το Αντιφασιστικό Συμβούλιο για την Εθνική Απελευθέρωση της Γιουγκοσλαβίας (AVNOJ) διακήρυξε το 1943 τη δημιουργία της Λαοκρατικής Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας (ΛΟ Γιουγκοσλαβίας ή ΛΟΓ) στις περιοχές της χώρας τις ελεγχόμενες ουσιαστικά από την αντίσταση. Το όνομα σκόπιμα άφησε το ζήτημα της δημοκρατίας ή του βασιλείου ανοιχτό.

Το 1945 ο Βασιλιάς Πέτρος Β΄ εκθρονίστηκε επίσημα, το κράτος αναδιοργανώθηκε ως δημοκρατία και, επομένως, μετονομάστηκε σε Ομοσπονδιακή Λαϊκή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας (ΟΛΔ Γιουγκοσλαβίας ή ΟΛΔΓ), και το σύνταγμα τέθηκε σε ισχύ το 1946.[4] Το 1963, στο πλαίσιο των ευρέων φιλελεύθερων συνταγματικών μεταρρυθμίσεων, εισήχθη το όνομα Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας. Το κράτος αναφέρεται συνηθέστερα με το τελευταίο όνομα, που είχε στο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Στις τρεις κύριες Γιουγκοσλαβικές γλώσσες το όνομα του κράτος ήταν:

Γενικός χάρτης της Γιουγκοσλαβίας

Όπως και το Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας που προηγήθηκε, η ΣΟΔΓ συνόρευε με την Ιταλία και την Αυστρία στα βορειοδυτικά, την Ουγγαρία στα βορειοανατολικά, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία στα ανατολικά, την Ελλάδα στα νότια, την Αλβανία στα νοτιοδυτικά και την Αδριατική Θάλασσα στα δυτικά. Κατά τη διάρκεια της σοσιαλιστικής περιόδου ήταν σύνηθες για τους καθηγητές της ιστορίας και της γεωγραφίας να διδάσκουν στους μαθητές τους ότι η Γιουγκοσλαβία συνορεύει με το "brigama", μια σερβοκροατική λέξη που σημαίνει "ανησυχίες" και ήταν ένα ακρωνύμιο των αρχικών όλων των χωρών που συνόρευαν με τη Γιουγκοσλαβία, μετασχηματισμένο σε μνημονικό στοιχείο, που χρησιμοποιείτο τόσο για την εύκολη μάθηση όσο και για την ειρωνική υπενθύμιση των δύσκολων σχέσεων που είχαν οι Γιουγκοσλάβοι με τους γείτονές τους στο παρελθόν.[5]

Η πιο σημαντική αλλαγή στα σύνορα της ΣΟΔΓ συνέβη το 1954, όταν η γειτονική Ελεύθερη Περιοχή της Τεργέστης καταργήθηκε με το Σύμφωνο του Όζιμο. Η Γιουγκοσλαβική Ζώνη Β, που κάλυπτε 515,5 τετραγωνικά χιλιόμετρα έγινε τμήμα της ΣΟΔΓ, ενώ είχε ήδη καταληφθεί από τον Γιουγκοσλαβικό Εθνικό Στρατό.

Το 1991 η επικράτεια της ΣΟΔΓ διασπάστηκε καθώς διαχωρίστηκαν από αυτή τα ανεξάρτητα κράτη της Σλοβενίας, της Κροατίας, της Βόρειας Μακεδονίας και της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, αν και οι Γιουγκοσλαβικές ένοπλες δυνάμεις έλεγχαν τμήματα της Κροατίας και της Βοσνίας πριν από τη διάλυση του κράτους. Το 1992 μόνο οι δημοκρατίες της Σερβίας και του Μαυροβουνίου παρέμειναν αφοσιωμένες στην ένωση και σχημάτισαν την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας (ΟΔΓ) εκείνη τη χρονιά.

Επίσημες Ονομασίες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα επίσημα ονόματα της χώρας ήταν:

  • Λαοκρατική Ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβία (Demokrativna Federativna Jugoslavija), από το όνομα της κυβέρνησης αντίστασης που δημιουργήθηκε το 1943 όταν ακόμη η χώρα ήταν υπό την κατοχή του Άξονα. Το μέτωπο υπό την ηγεσία των κομμουνιστών θα ελέγξει ολόκληρο το έδαφος της Γιουγκοσλαβίας τον Μάιο του 1945.
  • Στις 27 Νοεμβρίου 1945, Ομοσπονδιακή Λαϊκή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας (Federativna Narodna Republika Jugoslavija).
  • Στις 7 Απριλίου 1963 η χώρα θα λάβει το όνομα, Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας (Socijalistička Federativne Republika Jugoslavija), θα διατηρηθεί έως και τις 15 Ιανουαρίου 1992 όπου θα εγκαταλειφθεί οποιαδήποτε αναφορά στη λέξη σοσιαλιστική.

Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οι δυνάμεις του Άξονα εισέβαλαν στο Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας και διαμέλισαν το έδαφός της. Ένας σκληρός πόλεμος της αντίστασης οδήγησε σύντομα τους Παρτιζάνους με επικεφαλής τον κομμουνιστή ηγέτη Τίτο, στο να αποτελέσουν το πιο σημαντικό κίνημα της αντίστασης. Στις 6 Απριλίου 1941 η Γιουγκοσλαβία δέχθηκε εισβολή των δυνάμεων του Άξονα υπό την ηγεσία της Ναζιστικής Γερμανίας. Στις 17 Απριλίου 1941 η χώρα είχε πλήρως καταληφθεί και αμέσως διαμελίσθηκε από τον Αξονα. Η γιουγκοσλαβική αντίσταση δημιουργήθηκε σύντομα με δύο μορφές, το Βασιλικό Γιουγκοσλαβικό Στρατό στην Πατρίδα και τους Κομμουνιστές Γιουγκοσλάβους Παρτιζάνους[6]. Ανώτατος διοικητής των Παρτιζάνων ήταν ο Γιόσιπ Μπροζ Τίτο και, υπό τη διοίκησή του, το κίνημα σύντομα άρχισε να εγκαθιστά «απελευθερωμένα εδάφη», που απασχολούσαν τις δυνάμεις κατοχής.

Σε αντίθεση με τις διάφορες εθνικιστικές πολιτοφυλακές που λειτουργούσαν στην κατεχόμενη Γιουγκοσλαβία οι Παρτιζάνοι ήταν ένα πανγιουγκοσλαβικό κίνημα που προωθούσε την «αδελφοσύνη και ενότητα» των γιουγκοσλαβικών εθνών και αντιπροσώπευε τα δημοκρατικά, αριστερά και σοσιαλιστικά στοιχεία του γιουγκοσλαβικού πολιτικού φάσματος. Ο συνασπισμός πολιτικών κομμάτων, φατριών και εξέχοντων ατόμων πίσω από το κίνημα ήταν το Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο (Jedinstveni narodnooslobodilački front, JNOF), υπό την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γιουγκοσλαβίας (KPJ).

Το Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο σχημάτισε ένα αντιπροσωπευτικό πολιτικό όργανο, το αντιφασιστικό Συμβούλιο Εθνικής Απελευθέρωσης της Γιουγκοσλαβίας (Antifašističko Vijeće Narodnog Oslobođenja Jugoslavije, AVNOJ).[7] Το AVNOJ, που συνήλθε για πρώτη φορά στο απελευθερωμένο από τους Παρτιζάνους Μπίχατς στις 26 Νοεμβρίου του 1942, αυτοανακηρύχθηκε συνέλευση (κοινοβούλιο) της Γιουγκοσλαβίας.[3][7][8]

Σημαία της Λαοκρατικής Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Εμβλημα της Λαοκρατικής Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Το 1943 οι Γιουγκοσλάβοι Παρτιζάνοι άρχισαν να παίρνονται σοβαρά υπόψη από τους Γερμανούς. Σε δύο μεγάλες επιχειρήσεις, τη Fall Weiss (Ιανουάριος-Απρίλιος 1943) και τη Fall Schwartz (15 Μαΐου έως 16 Ιουνίου 1943), ο Άξονας προσπάθησε να εξαλείψει τη γιουγκοσλαβική αντίσταση μια για πάντα. Στις μάχες του Νερέτβα και της Σουτιέσκα η ισχύος 20.000 Κύρια Επιχειρησιακή Ομάδα των Παρτιζάν αντιμετώπισε μια δύναμη περίπου 150.000 συνεργαζόμενων στρατευμάτων του Άξονα [7]. Και στις δύο μάχες, παρά τις μεγάλες απώλειες, η Ομάδα κατόρθωσε να αποφύγει την παγίδα και να υποχωρήσει στην ασφάλεια.

Οι Παρτιζάνοι εμφανίζονταν τώρα ισχυρότεροι και είχαν καταλάβει σημαντικότερο τμήμα της Γιουγκοσλαβίας. Τα γεγονότα αύξησαν σημαντικά το κύρος των Παρτιζάνων και τους χάρισαν ευνοϊκή φήμη στον πληθυσμό της Γιουγκοσλαβίας, οδηγώντας σε αυξημένες στρατολογήσεις. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1943 η Φασιστική Ιταλία συνθηκολόγησε με τους Συμμάχους, αφήνοντας τη ζώνη κατοχής τους στη Γιουγκοσλαβία στη διάθεση των Παρτιζάνων. Ο Τίτο εκμεταλλεύτηκε τα γεγονότα απελευθερώνοντας για λίγο τις ακτές της Δαλματίας και τις πόλεις της. Αυτό εξασφάλισε ιταλικά όπλα και εφόδια για τους Παρτιζάνους, εθελοντές από τις πόλεις που είχαν προηγουμένως προσαρτηθεί από την Ιταλία και τη λιποταξία Ιταλών εφέδρων στους Συμμάχους (Μεραρχία Γαριβάλδη).[3][8]

Μετά από αυτή την ευνοϊκή αλυσίδα γεγονότων το AVNOJ αποφάσισε να συνέλθει για δεύτερη φορά - τώρα στο απελευθερωμένο από τους Παρτιζάνους Γιάιτσε. Η δεύτερη σύνοδος του AVNOJ διήρκεσε από τις 21 έως τις 29 Νοεμβρίου 1943 (πριν και κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης της Τεχεράνης) και κατέληξε σε αρκετά σημαντικές αποφάσεις. Το πιο σημαντικό από αυτά ήταν η ίδρυση της Λαοκρατικής Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας, κράτους που θα αποτελούσε ομοσπονδία έξι ισότιμων Νότιων Σλαβικών δημοκρατιών (σε αντίθεση με τη φερόμενη Σερβική κυριαρχία στην προπολεμική Γιουγκοσλαβία). Το συμβούλιο αποφάσισε ένα «ουδέτερο» όνομα και σκόπιμα άφησε ανοιχτό το ζήτημα της «μοναρχίας ή δημοκρατίας», ορίζοντας ότι στον Πέτρο Β΄ θα επιτρεπόταν να επιστρέψει από την εξορία στο Λονδίνο μόνο μετά από ευνοϊκό αποτέλεσμα ενός πανγιουγκοσλαβικού δημοψηφίσματος για το ζήτημα αυτό.[8]

Μεταξύ των άλλων το AVNOJ αποφάσισε τη συγκρότηση ενός προσωρινού εκτελεστικού οργάνου, της Εθνικής Επιτροπής Απελευθέρωσης της Γιουγκοσλαβίας (NKOJ, Nacionalni komitet oslobođenja Jugoslavije), διορίζοντας τον Τίτο ως Πρωθυπουργό. Μετά τις επιτυχίες στις συγκρούσεις του 1943 ο Τίτο έλαβε επίσης τον βαθμό του Στρατάρχη της Γιουγκοσλαβίας. Ευχάριστα νέα ήλθαν επίσης από τη Διάσκεψη της Τεχεράνης, όταν οι Σύμμαχοι αποφάσισαν ότι οι Παρτιζάνοι θα αναγνωρίζονταν ως το Συμμαχικό Γιουγκοσλαβικό αντιστασιακό κίνημα και θα τους παρείχαν εφόδια και πολεμική υποστήριξη κατά της κατοχής του Άξονα [8].

Καθώς ο πόλεμος έγειρε αποφασιστικά εις βάρος του Άξονα το 1944 οι Παρτιζάνοι συνέχισαν να κατέχουν σημαντικά τμήματα της γιουγκοσλαβικής επικράτειας. Με τους Συμμάχους στην Ιταλία τα Γιουγκοσλαβικά νησιά της Αδριατικής ήταν ένα καταφύγιο για την αντίσταση. Στις 17 Ιουνίου 1944 η βάση των Παρτιζάνων στο νησί Βις φιλοξένησε διάσκεψη του Τίτο, πρωθυπουργού της NKOJ (εκπροσώπου του AVNOJ) με τον Ιβαν Σούμπασιτς, πρωθυπουργού της εξόριστης βασιλικής Γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης στο Λονδίνο.[9] Οι αποφάσεις, γνωστές ως Συμφωνία Τίτο-Σούμπασιτς, επέφεραν την αναγνώριση από τον Βασιλιά του AVNOJ και τη Λαοκρατικής Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας(ΛΟΓ) και προέβλεπαν την ίδρυση κοινής Γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης συνασπισμού υπό την ηγεσία του Τίτο με το Σούμπασιτς ως Υπουργό Εξωτερικών, ενώ το AVNOJ επικυρώθηκε ως προσωρινό Γιουγκοσλαβικό κοινοβούλιο[8]. Η εξόριστη κυβέρνηση του Πέτρου Β΄ στο Λονδίνο, εν μέρει λόγω της πίεσης του Ηνωμένου Βασιλείου, αναγνώρισε το κράτος με τη συμφωνία που υπεγράφη στις 17 Ιουνίου 1944 μεταξύ του Σούμπασιτς και του Τίτο[10].

Το νομοθετικό σώμα της ΛΟΓ, μετά τον Νοέμβριο του 1944, ήταν η Προσωρινή Συνέλευση.[11] Η συμφωνία Τίτο-Σούμπασιτς του 1944 διακήρυττε ότι το κράτος ήταν μια πλουραλιστική δημοκρατία που εγγυάται: δημοκρατικές ελευθερίες, προσωπική ελευθερία, ελευθερία του λόγου, του συνέρχεσθαι και της θρησκείας και ελεύθερο Τύπο.[12] Εντούτοις τον Ιανουάριο του 1945 ο Τίτο είχε απομακρύνει την έμφαση της κυβέρνησής του από την πλουραλιστική δημοκρατία, ισχυριζόμενος ότι αν και αποδεχόταν τη δημοκρατία δεν υπήρχε «ανάγκη» για πολλά κόμματα, καθώς ισχυριζόταν ότι τα πολλά κόμματα ήταν άσκοπα διχαστικά εν μέσω της πολεμικής προσπάθειας της Γιουγκοσλαβίας και ότι το Λαϊκό Μέτωπο εκπροσωπούσε όλους τους Γιουγκοσλαβικούς λαούς [12]. Ο συνασπισμός του Λαϊκού Μετώπου, με επικεφαλής το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας και το γενικό γραμματέα του Τίτο, ήταν σημαντικό κίνημα μέσα στην κυβέρνηση. Άλλα πολιτικά κινήματα που εντάχθηκαν στην κυβέρνηση συμπεριλάμβαναν το κίνημα «Nάπρεντ» που εκπροσωπείτο από τον Μιλίβογιε Μάρκοβιτς [11].

Το Βελιγράδι, η πρωτεύουσα της Γιουγκοσλαβίας, απελευθερώθηκε με τη βοήθεια του Σοβιετικού Κόκκινου Στρατού τον Οκτώβριο του 1944 και ο σχηματισμός μιας νέας γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης αναβλήθηκε μέχρι τις 2 Νοεμβρίου 1944, οπότε υπογράφηκε η Συμφωνία του Βελιγραδίου και σχηματίστηκε η προσωρινή κυβέρνηση. Οι συμφωνίες προέβλεπαν επίσης τελικά μεταπολεμικές εκλογές, που θα καθόριζαν το μελλοντικό σύστημα διακυβέρνησης και οικονομίας του κράτους[8].

Το 1945 οι Παρτιζάνοι εκκαθάριζαν τις δυνάμεις του Άξονα και απελευθέρωναν τα υπόλοιπα τμήματα των κατεχόμενων εδαφών. Στις 20 Μαρτίου 1945 εξαπέλυσαν τη Γενική Επίθεσή τους σε μια προσπάθεια να εξαλείψουν εντελώς τους Γερμανούς και τις υπόλοιπες συνεργαζόμενες δυνάμεις[7]. Μέχρι τα τέλη Απριλίου του 1945 απελευθερώθηκαν τα υπόλοιπα βόρεια τμήματα της Γιουγκοσλαβίας και περιοχές της νότιας Γερμανικής (Αυστριακής) και της Ιταλικής επικράτειας γύρω από την Τεργέστη καταλήφθηκαν από Γιουγκοσλαβικά στρατεύματα.

Η Γιουγκοσλαβία αποτελούσε για άλλη μια φορά ένα πλήρως ακέραιο κράτος, που οι Παρτιζάνοι οραματίζονταν ως «Λαοκρατική Ομοσπονδία», που περιλάμβανε έξι ομόσπονδα κράτη: της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης (ΟΚ Βοσνίας-Ερζεγοβίνης), της Κροατίας (ΟΚ Κροατίας), της Μακεδονίας (ΟΚ Μακεδονίας), του Μαυροβουνίου (ΟΚ Μαυροβουνίου), της Σερβίας (ΟΚ Σερβίας) και της Σλοβενίας (ΟΚ Σλοβενίας)[8][13] Η φύση της κυβέρνησής της, ωστόσο, παρέμεινε ασαφής και ο Τίτο ήταν ιδιαίτερα απρόθυμος να συμπεριλάβει τον εξόριστο βασιλιά Πέτρο Β΄ στη μεταπολεμική Γιουγκοσλαβία όπως ζητούσε ο Ουίνστον Τσόρτσιλ. Τον Φεβρουάριο του 1945 ο Τίτο αναγνώρισε την ύπαρξη ενός Συμβουλίου Αντιβασιλείας, που εκπροσωπούσε τον Βασιλιά: η πρώτη και μοναδική πράξη του συμβουλίου, όπως καθορίστηκε στις 7 Μαρτίου, ήταν να ανακηρύξει μια νέα κυβέρνηση υπό την πρωθυπουργία του Τίτο[14]. Η φύση του κράτους εξακολουθούσε να είναι ασαφής αμέσως μετά τον πόλεμο και στις 26 Ιουνίου 1945 η κυβέρνηση υπέγραψε το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών χρησιμοποιώντας μόνο το Γιουγκοσλαβία ως επίσημη ονομασία, χωρίς αναφορά ούτε σε Βασίλειο ούτε σε Δημοκρατία [15][16]

Ενεργώντας ως αρχηγός του κράτους, στις 7 Μαρτίου, ο Βασιλιάς διόρισε στο Συμβούλιο Αντιβασιλείας του τους συνταγματολόγους του Σρνταν Μπουντισαβλιεβιτς, Αντε Μάντιτς και Ντούσαν Σέρνετς. Με αυτόν τον τρόπο ο Βασιλιάς εξουσιοδότησε το Συμβούλιο του να σχηματίσει μια κοινή προσωρινή κυβέρνηση με το NKOJ και να αποδεχθεί τον διορισμό του Τίτο ως Πρωθυπουργό της πρώτης κανονικής κυβέρνησης. Εξουσιοδοτημένο από τον Βασιλιά, το Συμβούλιο Αντιβασιλείας δέχθηκε την υποψηφιότητα του Τίτο στις 29 Νοεμβρίου 1945, όταν ανακηρύχθηκε η ΟΛΔΓ. Με αυτή την άνευ όρων μεταβίβαση εξουσιών ο βασιλιάς Πέτρος Β΄ είχε παραιτηθεί υπέρ του[17]. Αυτή η ημερομηνία, όταν γεννήθηκε η δεύτερη Γιουγκοσλαβία σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, είχε έκτοτε χαρακτηριστεί ως εθνική γιορτή της Γιουγκοσλαβίας, Ημέρα της Δημοκρατίας, ωστόσο, μετά τη διολίσθηση των κομμουνιστών στον αυταρχισμό, αυτή η γιορτή σηματοδότησε επισήμως τη Σύνοδο του AVNOJ του 1943 που συμπτωματικά ήταν την ίδια ημέρα αυτού του έτους.[18]

Περίοδος μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πρώτες γιουγκοσλαβικές εκλογές μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο καθορίστηκαν για τις 11 Νοεμβρίου 1945. Τότε ο συνασπισμός των κομμάτων που υποστήριζε τους Παρτιζάνους, το Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο (Jednstveni narodnooslobodilački front, JNOF), μετονομάστηκε σε Λαϊκό Μέτωπο (Narodni Front, NOF). Του Λαϊκού Μετώπου ηγείτο κυρίως το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας (KPJ) και εκπροσωπείτο από τον Τίτο. Η φήμη και των δύο ωφελήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τα πολεμικά τους ανδραγαθήματα και την αποφασιστική επιτυχία τους και απολάμβαναν γνήσια υποστήριξη από τον λαό. Εντούτοις τα παλιά προπολεμικά πολιτικά κόμματα ανασυγκροτήθηκαν επίσης.[13] Ήδη από τον Ιανουάριο του 1945, όταν ο εχθρός εξακολουθούσε να κατέχει τα βορειοδυτικά, ο Γιόσιπ Μπροζ Τίτο σχολίαζε:

Δεν είμαι, καταρχήν, κατά των πολιτικών κομμάτων, διότι η δημοκρατία προϋποθέτει επίσης την ελευθερία έκφρασης των ιδεών και των αρχών. Αλλά το να δημιουργούμε κόμματα για χάρη των κομμάτων, τώρα, όταν όλοι μας, ως ένα, πρέπει να κατευθύνουμε όλη μας τη δύναμη στην κατεύθυνση της εκδίωξης των κατοχικών δυνάμεων από τη χώρα μας, όταν η πατρίδα έχει ισοπεδωθεί, όταν έχουμε δεν έχουμε τίποτα αρά τη συνειδητοποίηση και τα χέρια μας (...) δεν έχουμε χρόνο για αυτό τώρα. Και εδώ είναι ένα λαϊκό κίνημα [το Λαϊκό Μέτωπο]. Όλοι είναι ευπρόσδεκτοι μέσα σε αυτό, τόσο οι κομμουνιστές όσο και οι δημοκράτες και οι ριζοσπάστες κλπ., όπως και αν ονομάζονταν παλαιότερα. Αυτό το κίνημα είναι η δύναμη, η μόνη δύναμη που μπορεί τώρα να βγάλει τη χώρα μας από αυτή τη φρίκη και τη δυστυχία και να τη φέρει σε πλήρη ελευθερία.

— Πρωθυπουργός Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, Ιανουάριος 1945[13]
Ο Στρατάρχης Γιόσιπ Μπροζ Τίτο ηγέτης της Γιουγκοσλαβίας από το 1944 έως το 1980

Ωστόσο η εκστρατεία που προηγήθηκε των εκλογών ήταν εξαιρετικά αντικανονική[8]. Οι εφημερίδες της αντιπολίτευσης απαγορεύθηκαν περισσότερες από μία φορές και στη Σερβία οι ηγέτες της αντιπολίτευσης όπως ο Μίλαν Γκρολ απειλήθηκαν μέσω του Τύπου. Η αντιπολίτευση απείχε από τις εκλογές σε ένδειξη διαμαρτυρίας προς την εχθρική ατμόσφαιρα και η κατάσταση αυτή προκάλεσε την αποχώρηση των τριών αντιπροσώπων των βασιλικών, των Γκρολ, Σούμπασιτς και Γιούρα Σούτεϊ, από την προσωρινή κυβέρνηση. Τελικά η ψηφοφορία έγινε με ένα ενιαίο κατάλογο των υποψηφίων του Λαϊκού Μετώπου με την πρόβλεψη οι ψήφοι της αντιπολίτευσης να πέφτουν σε ξεχωριστές κάλπες, αλλά αυτή η διαδικασία επέτρεπε στους πράκτορες της OZNA (μυστικών υπηρεσιών) να άρουν τη μυστικότητα της ψηφοφορίας.[19] Το αποτέλεσμα των εκλογών της 11ης Νοεμβρίου 1945 ήταν σαφές υπέρ του Λαϊκού Μετώπου, με κατά μέσο όρο το 85% των ψηφοφόρων κάθε ομοσπονδιακού κράτους να ψηφίσει το Λαϊκό Μέτωπο[8].

Στις 29 Νοεμβρίου 1945, τη δεύτερη επέτειο της Δεύτερης Συνόδου του AVNOJ, η Συντακτική Συνέλευση της Γιουγκοσλαβίας κατάργησε επίσημα τη μοναρχία και κήρυξε το κράτος δημοκρατία. Το επίσημο όνομα της χώρας έγινε Ομοσπονδιακή Λαϊκή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας (ΟΛΔ Γιουγκοσλαβίας, ΟΛΔΓ) και τα έξι «ομοσπονδιακά κράτη» έγιναν «Λαϊκές Δημοκρατίες».[13][20] Η Γιουγκοσλαβία έγινε ένα μονοκομματικό κράτος και θεωρείτο στα πρώτα της χρόνια πρότυπο κομμουνιστικής ορθοδοξίας[21].

Η Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση συμμάχησε με τη Σοβιετική Ένωση υπό τον Ιωσήφ Στάλιν και στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου κατέρριψαν δύο αμερικανικά αεροπλάνα που πετούσαν στον γιουγκοσλαβικό εναέριο χώρο στις 9 και 19 Αυγούστου 1946. Αυτές ήταν οι πρώτες καταρρίψεις δυτικών αεροσκαφών κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και προκάλεσαν την έντονη δυσπιστία προς τον Τίτο των Ηνωμένων Πολιτειών, ακόμη και εκκλήσεις για στρατιωτική επέμβαση κατά της Γιουγκοσλαβίας [22]. Η νέα Γιουγκοσλαβία ακολούθησε επίσης στενά το σταλινικό σοβιετικό μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης σε αυτή την πρώιμη περίοδο, ορισμένες πτυχές του οποίου σημείωσαν σημαντική επιτυχία. Ιδιαίτερα τα δημόσια έργα εκείνης της περιόδου που κατασκεύασε η κυβέρνηση κατόρθωσαν να ανοικοδομήσουν και ακόμη και να βελτιώσουν τις υποδομές της χώρας (ιδίως το οδικό δίκτυο), με μικρό κόστος για το κράτος. Οι εντάσεις με τη Δύση ήταν έντονες καθώς η Γιουγκοσλαβία προσχώρησε στην Κομινφόρμ και η πρώιμη φάση του Ψυχρού Πολέμου ξεκίνησε με τη Γιουγκοσλαβία να ακολουθεί επιθετική εξωτερική πολιτική[8]. Εχοντας απελευθέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της Βενέτσια Τζούλια και της Καρινθίας, και με ιστορικές διεκδικήσεις και στις δύο αυτές περιοχές, η Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση ξεκίνησε διπλωματικούς ελιγμούς για να τις συμπεριλάβει στη Γιουγκοσλαβία. Και τα δύο αυτά αιτήματα δεν έγιναν δεκτά από τη Δύση. Το μεγαλύτερο σημείο διαμάχης ήταν η πόλη-λιμάνι της Τεργέστης. Η πόλη και η ενδοχώρα της απελευθερώθηκαν κυρίως από τους Παρτιζάνους το 1945, αλλά η πίεση από τους Δυτικούς Συμμάχους τους ανάγκασε να αποσυρθούν στη λεγόμενη «Γραμμή Μόργκαν». Ιδρύθηκε η Ελεύθερη Περιοχή της Τεργέστης και χωρίστηκε σε Ζώνη Α και Ζώνη Β, που διοικούντο από τους Δυτικούς Συμμάχους και τη Γιουγκοσλαβία αντίστοιχα. Αρχικά η Γιουγκοσλαβία υποστηρίχθηκε από τον Στάλιν, αλλά το 1947 ο τελευταίος είχε αρχίσει να διαφωνεί με τις φιλοδοξίες του νέου κράτους. Η κρίση τελικά έληξε, όταν ξεκίνησε το σχίσμα Τίτο-Στάλιν, με τη Ζώνη Α να παραχωρείται στην Ιταλία και τη Ζώνη Β στη Γιουγκοσλαβία[8].[13]

Εν τω μεταξύ ο εμφύλιος πόλεμος μαινόταν στην Ελλάδα - το νότιο γείτονα της Γιουγκοσλαβίας - και η Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση ήταν αποφασισμένη να επιφέρει μια νίκη των Κομμουνιστών.[8][13] Η Γιουγκοσλαβία έστελνε σημαντική βοήθεια σε όπλα και πυρομαχικά, προμήθειες, στρατιωτικούς ειδικούς στον ανταρτοπόλεμο (όπως ο στρατηγός Βλαντιμίρ Ντάπτσεβιτς) και μάλιστα επέτρεψε στις ελληνικές ανταρτικές δυνάμεις να χρησιμοποιούν τη Γιουγκοσλαβική επικράτεια ως ασφαλές καταφύγιο. Παρόλο που η Σοβιετική Ένωση, η Βουλγαρία και η (κυριαρχούμενη από τη Γιουγκοσλαβία) Αλβανία παρείχαν επίσης στρατιωτική υποστήριξη, η γιουγκοσλαβική βοήθεια ήταν πολύ πιο σημαντική. Ωστόσο αυτή η γιουγκοσλαβική εξωτερική εμπλοκή έληξε επίσης με το σχίσμα Τίτο-Στάλιν, καθώς οι Έλληνες κομμουνιστές, αναμένοντας την ανατροπή του Τίτο, αρνήθηκαν οποιαδήποτε βοήθεια από την κυβέρνησή του. Χωρίς αυτήν ωστόσο βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση και ηττήθηκαν το 1949.[13]

Περίοδος του Ινφόρμμπιρο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σχίσμα Τίτο-Στάλιν (ή Γιουγκοσλαβοσοβιετικό) έλαβε χώρα την άνοιξη και την αρχή του καλοκαιριού του 1948. Ο τίτλος του αναφέρεται στον Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, τότε Πρωθυπουργό της Γιουγκοσλαβίας (Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Συνέλευσης) και στον Σοβιετικό Πρωθυπουργό Ιωσήφ Στάλιν. Στη Δύση ο Τίτο θεωρήθηκε ως ένας πιστός κομμουνιστικός ηγέτης, δεύτερος μόνο μετά τον Στάλιν στο Ανατολικό Μπλοκ. Ωστόσο, έχοντας απελευθερωθεί σε μεγάλο βαθμό η ίδια με περιορισμένη μόνο υποστήριξη από τον Κόκκινο Στρατό,[7] η Γιουγκοσλαβία ακολουθούσε μια ανεξάρτητη πορεία και βίωνε συνεχώς εντάσεις με τη Σοβιετική Ένωση. Η Γιουγκοσλαβία και η Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση θεωρούσαν εαυτές σύμμαχους της Μόσχας, ενώ η Μόσχα θεωρούσε τη Γιουγκοσλαβία δορυφόρο και συχνά την απειλούσε ως τέτοιο. Προηγούμενες εντάσεις είχαν ξεσπάσει σε αρκετά θέματα, αλλά μετά τη συνάντηση της Μόσχας ξεκίνησε μια ανοιχτή αντιπαράθεση[13].

Ακολούθησε απευθείας ανταλλαγή επιστολών μεταξύ του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης (ΚΚΣΕ) και του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γιουγκοσλαβίας (ΚΚΓ). Στην πρώτη επιστολή του ΚΚΣΕ της 27ης Μαρτίου 1948 οι Σοβιετικοί κατηγόρησαν τους Γιουγκοσλάβους ότι δυσφημούσαν τον σοβιετικό σοσιαλισμό μέσω δηλώσεων όπως «ο σοσιαλισμός στη Σοβιετική Ένωση έχει πάψει να είναι επαναστατικός». Ισχυρίστηκαν επίσης ότι το ΚΚΓ δεν ήταν «αρκετά δημοκρατική» και ότι δεν λειτουργούσε ως πρωτοπορία που θα οδηγούσε τη χώρα στον σοσιαλισμό. Οι Σοβιετικοί ανέφεραν ότι «δεν μπορούσαν να θεωρήσουν μια τέτοια κομουνιστική κομματική οργάνωση ως μαρξιστική-λενινιστική και μπολσεβίκικη». Η επιστολή κατονόμαζε επίσης μια σειρά υψηλόβαθμους αξιωματούχους ως «αμφίβολους μαρξιστές» (Μίλοβαν Τζίλας, Αλεκσάνταρ Ράνκοβιτς, Μπόρις Kίντριτς και Σβετοζάρ Βουκμάνοβιτς-Τέμπο) καλώντας τον Τίτο να τους εκκαθαρίσει και έτσι να προκαλέσει ρήγμα στο ίδιο του το κόμμα. Οι κομμουνιστές αξιωματούχοι Αντριγια Χέμπρανγκ και Σρέτεν Ζούγιοβιτς υποστήριξαν τις σοβιετικές αιτιάσεις.[8][13]

Ο Τίτο όμως αρνήθηκε να συμβιβαστεί το κόμμα του και σύντομα απάντησε με δική του επιστολή. Η απάντηση του KΚΓ στις 13 Απριλίου 1948 ήταν μια έντονη απόρριψη των σοβιετικών κατηγοριών, τόσο υπερασπιζόμενος την επαναστατική φύση του κόμματος όσο και επαναβεβαιώνοντας με ένταση τη γνώμη του για τη Σοβιετική Ένωση. Ωστόσο το ΚΚΓ σημείωσε επίσης ότι «άσχετα με το πόσο καθένας από εμάς αγαπά τη χώρα του σοσιαλισμού, τη Σοβιετική Ένωση, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αγαπά τη χώρα του λιγότερο»[13]. Σε ομιλία του ο Γιουγκοσλάβος Πρωθυπουργός δήλωσε:

Δεν πρόκειται να πληρώσουμε το ισοζύγιο για τους λογαριασμούς άλλων, δεν πρόκειται να χρησιμεύσουμε ως χαρτζιλίκι στην ανταλλαγή χρημάτων κανενός, δεν πρόκειται να επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να εμπλακούν σε πολιτικές σφαίρες επιρροής. Γιατί να κατηγορούνται οι λαοί μας ότι θέλουν να είναι εντελώς ανεξάρτητοι; Και γιατί πρέπει να περιοριστεί η αυτονομία ή το δικαίωμα της διαφωνίας; Δεν θα είμαστε εξαρτημένοι από κανέναν ποτέ ξανά!

— Πρωθυπουργός Γιόσιπ Μπροζ Τίτο[13]

Η 31 σελίδων σοβιετική απάντηση της 4ης Μαΐου 1948 επέπληττε το ΚΚΓ ότι δεν παραδέχτηκε και δεν διόρθωσε τα λάθη του και συνέχισε να το κατηγορεί ότι είναι πολύ υπερήφανο για τις επιτυχίες του εναντίον των Γερμανών, υποστηρίζοντας ότι ο Κόκκινος Στρατός «τους έσωσε από καταστροφή» (μια αβάσιμη δήλωση καθώς οι Παρτιζάνοι του Τίτο είχαν πολεμήσει με επιτυχία τις δυνάμεις του Άξονα για τέσσερα χρόνια πριν από την εμφάνιση του Κόκκινου Στρατού εκεί)[7].[13] Αυτή τη φορά οι Σοβιετικοί κατονόμαζαν τον Γιόσιπ Μπροζ Τίτο και τον Έντβαρντ Καρντέλι ως τους κύριους «αιρετικούς», ενώ υπερασπίστηκαν τους Χέμπρανγκ και Ζούγιοβιτς. Η επιστολή πρότεινε οι Γιουγκοσλάβοι να φέρουν την «υπόθεσή τους» στην Κομινφόρμ. Το ΚΚΓ απάντησε αποβάλλοντας τους Χέμπρανγκ και Ζούγιοβιτς από το κόμμα και απαντώντας στους Σοβιετικούς στις 17 Μαΐου 1948 με μια επιστολή που επέκρινε έντονα τις σοβιετικές προσπάθειες να υποτιμηθούν οι επιτυχίες του Γιουγκοσλαβικού αντιιστασιακού κινήματος[13].

Στις 19 Μαΐου 1948 μια επιστολή του Μιχαήλ Σουσλώφ ενημέρωνε τον Γιόσιπ Μπροζ Τίτο ότι το Κομμουνιστικό Γραφείο Πληροφοριών, ή Κομινφόρμ (Ινφόρμμπιρο στα Σερβοκροατικά) θα οργανώσει μια σύνοδο στις 28 Ιουνίου 1948 στο Βουκουρέστι σχεδόν ολοκληρωτικά αφιερωμένο στο «Γιουγκοσλαβικό ζήτημα». Η Κομινφόρμ ήταν μια ένωση Κομμουνιστικών κομμάτων, το βασικό εργαλείο των Σοβιετικών για τον έλεγχο των πολιτικών εξελίξεων στο Ανατολικό Μπλοκ. Η ημερομηνία της συνεδρίασης, 28 Ιουνίου, είχε επιλεγεί σκόπιμα από τους Σοβιετικούς ως τριπλή επέτειος της Μάχης του Κοσσυφοπεδίου (1389), της Δολοφονίας του Αρχιδούκα Φερδινάνδου στο Σαράγεβο (1914), και την υιοθέτηση του Συντάγματος του Βίντοβνταν (του πρώτου της Γιουγκοσλαβίας) (1921).[13]

Ο Τίτο, προσκεκλημένος προσωπικά, αρνήθηκε να παρευρεθεί με μια προσχηματική δικαιολογία ασθένειας. Όταν μια επίσημη πρόσκληση έφτασε στις 19 Ιουνίου 1948 αρνήθηκε και πάλι. Την πρώτη ημέρα της συνόδου, στις 28 Ιουνίου, η Κομινφόρμ ενέκρινε το προετοιμασμένο κείμενο ενός ψηφίσματος, γνωστό στη Γιουγκοσλαβία ως «ψήφισμα του Ινφόρμμπιρο» (Rezolucija Informbiroa). Με αυτό τα άλλα μέλη της Κομινφόρμ (Ινφόρμμπιρο) απέβαλαν τη Γιουγκοσλαβία, κάνοντας λόγο για «εθνικιστικά στοιχεία» που «κατάφεραν κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ή έξι μηνών να κατακτήσουν δεσπόζουσα θέση στην ηγεσία» του KΚΓ. Το ψήφισμα προειδοποιούσε τη Γιουγκοσλαβία ότι βρισκόταν στην πορεία προς τον αστικό καπιταλισμό λόγω των εθνικιστικών και ανεξάρτητων θέσεών της και κατηγορούσε το ίδιο το κόμμα για «Τροτσκισμό»[13]. Ακολούθησε η διακοπή των σχέσεων μεταξύ της Γιουγκοσλαβίας και της Σοβιετικής Ένωσης, εγκαινιάζοντας την περίοδο της σοβιετογιουγκοσλαβικής σύγκρουσης μεταξύ 1948 και 1955, γνωστή ως Περίοδο του Ινφόρμμπιρο [13].

Μετά τη ρήξη με τη Σοβιετική Ένωση η Γιουγκοσλαβία βρέθηκε απομονωμένη οικονομικά και πολιτικά, καθώς η προσανατολισμένη προς το Ανατολικό Μπλοκ οικονομία της χώρας άρχισε να παραπαίει. Ταυτόχρονα οι σταλινικοί Γιουγκοσλάβοι, γνωστοί στη Γιουγκοσλαβία ως «κομινφορμιστές», άρχισαν να υποκινούν πολιτικές και στρατιωτικές αναταραχές. Έγιναν αρκετές εξεγέρσεις κομινφορμιστών και στρατιωτικές στάσεις, μαζί με πράξεις σαμποτάζ. Ωστόσο η υπηρεσία ασφαλείας της Γιουγκοσλαβίας, με επικεφαλής τον Αλεκσάνταρ Ράνκοβιτς, η UDBA, ήταν γρήγορη και αποτελεσματική στην εξουδετέρωσή τους. Η εισβολή εμφανίστηκε επικείμενη, καθώς οι σοβιετικές στρατιωτικές μονάδες συσσωρεύθηκαν κατά μήκος των συνόρων με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας, ενώ ο Ούγγρος Λαϊκός Στρατός αυξήθηκε γρήγορα από 2 σε 15 μεραρχίες. Η UDBA άρχισε να συλλαμβάνει υποτιθέμενους κομινφορμιστές ακόμη και με την υπόνοια ότι είναι φιλοσοβιετικοί.

Ωστόσο από την αρχή της κρίσης ο Τίτο άρχισε να κάνει ανοίγματα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Δύση. Κατά συνέπεια τα σχέδια του Στάλιν ματαιώθηκαν καθώς η Γιουγκοσλαβία άρχισε να αλλάζει τον προσανατολισμό της. Η Δύση εξέφρασε την ικανοποίησή της για το σχίσμα Γιουγκοσλαβίας-Σοβιετικής Ένωσης και το 1949 ξεκίνησε μια ροή οικονομικής βοήθειας, βοήθησε στην αποφυγή του λιμού το 1950 και κάλυψε μεγάλο μέρος του εμπορικού ελλείμματος της Γιουγκοσλαβίας για την επόμενη δεκαετία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να μεταφέρουν όπλα στη Γιουγκοσλαβία το 1951. Ο Τίτο όμως ήταν επιφυλακτικός στο να γίνει υπερβολικά εξαρτημένος και από τη Δύση και οι στρατιωτικές ρυθμίσεις ασφαλείας ολοκληρώθηκαν το 1953 καθώς η Γιουγκοσλαβία αρνήθηκε να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και άρχισε να αναπτύσσει σημαντική στρατιωτική βιομηχανία.[23][24] Μετά την αμερικανική αντίδραση στον Πόλεμο της Κορέας, που αποτέλεσε παράδειγμα της δέσμευσης της Δύσης, ο Στάλιν άρχισε να ξεχνάει τον πόλεμο με τη Γιουγκοσλαβία.

Γιουγκοσλαβικά δελτία για γάλα, 1950

Η Γιουγκοσλαβία ξεκίνησε μια σειρά θεμελιωδών μεταρρυθμίσεων στις αρχές της δεκαετίας του 1950, επιφέροντας αλλαγές σε τρεις κύριες κατευθύνσεις: ταχεία φιλελευθεροποίηση και αποκέντρωση του πολιτικού συστήματος της χώρας, θέσπιση ενός νέου, μοναδικού οικονομικού συστήματος και αδέσμευτη διπλωματική πολιτική. Η Γιουγκοσλαβία αρνήθηκε να συμμετάσχει στο Κομμουνιστικό Σύμφωνο της Βαρσοβίας και αντ΄ αυτού τήρησε ουδέτερη στάση στον Ψυχρό Πόλεμο, και έγινε ιδρυτικό μέλος του Κινήματος των Αδεσμεύτων, μαζί με χώρες όπως η Ινδία, η Αίγυπτος και η Ινδονησία ακολουθώντας κεντροαριστερή κατεύθυνση και προωθώντας μη συγκρουσιακή πολιτική έναντι των ΗΠΑ.

Η χώρα απομακρύνθηκε από τους Σοβιετικούς το 1948 και άρχισε να οικοδομεί το δικό της δρόμο προς το σοσιαλισμό υπό την ισχυρή πολιτική ηγεσία του Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, αποκαλούμενο μερικές φορές ανεπίσημα «Τιτοϊσμός». Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις άρχισαν με την εισαγωγή της αυτοδιαχείρισης των εργαζομένων τον Ιούνιο του 1950. Στο σύστημα αυτό τα κέρδη μοιράζονταν μεταξύ των ίδιων των εργαζομένων, καθώς εργατικά συμβούλια έλεγχαν τόσο την παραγωγή όσο και τα κέρδη. Ένας βιομηχανικός τομέας άρχισε να εμφανίζεται χάρη στην εφαρμογή από την κυβέρνηση προγραμμάτων ανάπτυξης της βιομηχανίας και των υποδομών[8].[13] Οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων, κυρίως βαρέων μηχανημάτων, μηχανών μεταφοράς (ειδικά στη ναυπηγική βιομηχανία) και στρατιωτικής τεχνολογίας και εξοπλισμού αυξάνονταν με ετήσιο ρυθμό 11%. Συνολικά η ετήσια αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980 ήταν κατά μέσο όρο 6,1% [8].[13]

Η πολιτική φιλελευθεροποίηση άρχισε με τη μείωση του τεράστιου κρατικού (και κομματικού) γραφειοκρατικού μηχανισμού, μια διαδικασία που χαρακτηρίστηκε ως «περικοπή του κράτους» από το Μπόρις Κίντριτς, Πρόεδρο του Γιουγκοσλαβικού Οικονομικού Συμβουλίου (υπουργού οικονομικών). Στις 2 Νοεμβρίου 1952 το έκτο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γιουγκοσλαβίας εισήγαγε το «Βασικό Νόμο», που έδινε έμφαση στην «προσωπική ελευθερία και τα δικαιώματα του ανθρώπου» και στην ελευθερία των «ελεύθερων ενώσεων του εργαζόμενου λαού». Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας (KΚΓ) άλλαξε το όνομά του αυτήν την περίοδο σε Ενωση Κομμουνιστών της Γιουγκοσλαβίας (ΕΚΓ), μετατρεπόμενο σε ομοσπονδία έξι Κομμουνιστικών κομμάτων των δημοκρατιών.

Το αποτέλεσμα ήταν ένα καθεστώς που ήταν κάπως πιο ανθρώπινο από τα άλλα κομμουνιστικά καθεστώτα. Ωστόσο η ΕΚΓ διατήρησε απόλυτη ισχύ. Οπως σε όλα τα κομμουνιστικά καθεστώτα ο νομοθέτης δεν έκανε τίποτα περισσότερο παρά να εγκρίνει τις αποφάσεις που είχαν ήδη ληφθεί από το Πολιτικό Γραφείο της ΕΚΓ. Η μυστική αστυνομία, η Υπηρεσία Κρατικής Ασφάλειας (UDBA), ενώ λειτουργούσε πολύ πιο συγκρατημένα από τις ομολόγους της στην υπόλοιπη Ανατολική Ευρώπη, αποτελούσε, ωστόσο, ένα φοβερό εργαλείο κυβερνητικού ελέγχου. Η UDBA ήταν ιδιαίτερα γνωστή για τη δολοφονία υποτιθέμενων «εχθρών του κράτους» που ζούσαν εξόριστοι στο εξωτερικό.[25] Τα μέσα ενημέρωσης παρέμεναν υπό περιορισμούς που ήταν κάπως επαχθείς για τα δυτικά πρότυπα, αλλά είχαν κάπως μεγαλύτερο περιθώριο από τα ομόλογα τους άλλων κομμουνιστικών χωρών. Οι εθνικιστικές ομάδες ήταν ιδιαίτερος στόχος των αρχών, με πολυάριθμες συλλήψεις και πολυετείς ποινές φυλάκισης για αποσχιστικές δραστηριότητες.

Η διαφωνία από μια ριζοσπαστική φράξια εντός του κόμματος με επικεφαλής τον Μίλοβαν Τζίλας, που υποστήριζε τη σχεδόν πλήρη διάλυση του κρατικού μηχανισμού, πατάχθηκε αμέσως με την παρέμβαση του Τίτο[8].[13]

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 η ανησυχία για προβλήματα όπως η οικοδόμηση οικονομικά παράλογων «πολιτικών» εργοστασίων και ο πληθωρισμός οδήγησαν μια ομάδα μέσα στην κομμουνιστική ηγεσία να υποστηρίξει μεγαλύτερη αποκέντρωση [26]. Αντίθετη σε αυτούς τους φιλελεύθερους ήταν μια ομάδα γύρω από τον Αλεκσάνταρ Ράνκοβιτς.[27] Το 1966 οι φιλελεύθεροι (με σημαντικότερους τους Έντβαρντ Καρντέλι και Βλαντιμίρ Μπάκαριτς της Κροατίας και τον Πέταρ Στάμπολιτς της Σερβίας) κέρδισαν την υποστήριξη του Τίτο. Σε μια κομματική συνάντηση στο Μπριούνι ο Ράνκοβιτς αντιμετώπισε έναν πλήρως προετοιμασμένο φάκελο κατηγοριών και μια καταγγελία από τον Τίτο ότι είχε δημιουργήσει μια κλίκα με πρόθεση την κατάληψη της εξουσίας. Ο Ράνκοβιτς αναγκάστηκε να παραιτηθεί από όλες τις θέσεις του κόμματος και ορισμένοι από τους υποστηρικτές του εκδιώχθηκαν από το κόμμα.[28]

Κατά τις δεκαετίες του 1950 και του '60, η οικονομική ανάπτυξη και η φιλελευθεροποίηση συνεχίστηκαν με ταχείς ρυθμούς[8][13] Με περαιτέρω μεταρρυθμίσεις εισήχθη ένα είδος σοσιαλισμού της αγοράς, που τώρα συνεπαγόταν μια πολιτική ανοιχτών συνόρων. Με σοβαρές ομοσπονδιακές επενδύσεις ο τουρισμός στη ΣΔ Κροατίας αναζωογονήθηκε, επεκτάθηκε και μετατράπηκε σε σημαντική πηγή εισοδήματος. Με αυτά τα επιτυχημένα μέτρα η γιουγκοσλαβική οικονομία πέτυχε σχετική αυτάρκεια και συναλλασσόταν εκτενώς τόσο με τη Δύση όσο και με την Ανατολή. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ξένοι παρατηρητές σημείωναν ότι η χώρα «ακμάζει» και ότι όλοι οι Γιουγκοσλάβοι πολίτες απολάμβαναν πολύ μεγαλύτερες ελευθερίες από τη Σοβιετική Ένωση και τα κράτη του Ανατολικού Συνασπισμού[29]. Ο αλφαβητισμός αυξήθηκε θεαματικά και έφτασε το 91%, η ιατρική περίθαλψη ήταν δωρεάν σε όλα τα επίπεδα και το προσδόκιμο ζωής ήταν 72 χρόνια.[8].[13][30]

Συνάντηση κορυφής ΗΠΑ-Γιουγκοσλαβίας, 1978

Το 1971 η ηγεσία της Ένωσης Κομμουνιστών της Γιουγκοσλαβίας, ιδίως ο Μίκο Τρίπαλο και η Σάβκα Ντάμπτσεβιτς-Κούτσαρ, σε συμμαχία με εθνικιστικές μη κομματικές ομάδες, ξεκίνησαν ένα κίνημα για την αύξηση των εξουσιών των επί μέρους ομοσπονδιακών δημοκρατιών. Το κίνημα ήταν γνωστό ως Μαζικό Κίνημα (MASPOK) και κατέληξε στην Κροατική Άνοιξη[31]. Ο Τίτο αντέδρασε στο γεγονός κάνοντας εκκαθάριση του Κροατικού Κομμουνιστικού Κόμματος ενώ οι Γιουγκοσλαβικές αρχές συνέλαβαν μεγάλο αριθμό Κροατών διαδηλωτών. Για να αποτρέψει τις εθνοτικές διαμαρτυρίες στο μέλλον ο Τίτο άρχισε να εισάγει μερικές από τις μεταρρυθμίσεις που ζητούσαν οι διαδηλωτές[32]. Την εποχή εκείνη οι εκτός Γιουγκοσλαβίας συμπαθούντες τους Ούστασε προσπάθησαν μέσω τρομοκρατικών και αντάρτικων ενεργειών να δημιουργήσουν ένα αυτονομιστικό κύμα[33], αλλά απέτυχαν, μερικές φορές προκαλώντας την εχθρότητα ακόμη και των συμπατριωτών τους Ρωμαιοκαθολικών Κροάτων της Γιουγκοσλαβίας[34] Από το 1971 οι δημοκρατίες είχαν τον έλεγχο των οικονομικών τους σχεδίων. Αυτό οδήγησε σε ένα κύμα επενδύσεων, που με τη σειρά του συνοδεύτηκε από αυξανόμενο επίπεδο χρέους και αυξανόμενη τάση εισαγωγών που δεν καλύπτονταν από εξαγωγές[35].

Πολλά από τα αιτήματα που διατυπώθηκαν στην Κροατική Άνοιξη του 1971, όπως η μεγαλύτερη αυτονομία στις επί μέρους δημοκρατίες, υλοποιήθηκαν με το νέο ομοσπονδιακό σύνταγμα του 1974. Ενώ το σύνταγμα έδινε περισσότερη αυτονομία στις δημοκρατίες, απονεμήθηκε το ίδιο καθεστώς σε δύο αυτόνομες επαρχίες της Σερβίας: το Κοσσυφοπέδιο, μια περιοχή σε μεγάλο βαθμό κατοικούμενη από Αλβανούς, και τη Βοϊβοντίνα, μια περιοχή με Σερβική πλειοψηφία, αλλά με μεγάλο ποσοστό εθνικών μειονοτήτων, όπως οι Ούγγροι. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις ικανοποίησαν τις περισσότερες δημοκρατίες, ιδίως την Κροατία και τους Αλβανούς του Κοσσυφοπεδίου και τις μειονότητες της Βοϊβοντίνας. Αλλά το σύνταγμα του 1974 δυσαρέστησε έντονα τους Σέρβους Κομμουνιστές αξιωματούχους και τους ίδιους τους Σέρβους, που δεν εμπιστεύτηκαν τα κίνητρα των υποστηρικτών των μεταρρυθμίσεων. Πολλοί Σέρβοι είδαν τις μεταρρυθμίσεις ως παραχωρήσεις σε Κροάτες και Αλβανούς εθνικιστές, καθώς δεν δημιουργήθηκαν παρόμοιες αυτόνομες επαρχίες για να αντιπροσωπεύσουν το μεγάλο αριθμό Σέρβων της Κροατίας ή της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης. Οι Σέρβοι εθνικιστές απογοητεύτηκαν από την υποστήριξη του Τίτο για την αναγνώριση των Μαυροβουνίων και των Σλαβομακεδόνων ως ανεξάρτητων εθνικοτήτων, καθώς ισχυρίστηκαν ότι δεν υπήρχε εθνική ή πολιτισμική διαφορά αυτών από τους Σέρβους, που θα μπορούσε να επαληθεύσει ότι τέτοιες εθνικότητες πραγματικά υπήρχαν.

Ο Τίτο διατήρησε ένα πολυάσχολο, ενεργό πρόγραμμα ταξιδιών παρά την προχωρημένη ηλικία του. Τα 85α γενέθλιά του τον Μάιο του 1977 σηματοδοτήθηκαν από τεράστιους εορτασμούς. Τη χρονιά εκείνη επισκέφθηκε τη Λιβύη, τη Σοβιετική Ένωση, τη Βόρεια Κορέα και τελικά την Κίνα, όπου η μεταμαοϊκή ηγεσία έκανε τελικά ειρήνη μαζί του μετά από περισσότερα από 20 χρόνια καταγγελίας της ΣΟΔΓ ως «ρεβιζιονιστών στην υπηρεσία του καπιταλισμού». Ακολούθησε μια περιοδεία στη Γαλλία, την Πορτογαλία και την Αλγερία, μετά την οποία οι γιατροί του προέδρου του τον συμβούλευσαν να ξεκουραστεί.

Τον Αύγουστο του 1978 ο Κινέζος ηγέτης Χούα Γκουοφέγκ επισκέφθηκε το Βελιγράδι, ανταποδίδοντας την επίσκεψη του Τίτο στην Κίνα το προηγούμενο έτος. Το γεγονός επικρίθηκε έντονα από το σοβιετικό Τύπο, ειδικά καθώς ο Τίτο το χρησιμοποίησε ως δικαιολογία για να επιτεθεί έμμεσα στη σύμμαχο της Μόσχας Κούβα για «προώθηση διχασμού στο κίνημα των αδεσμεύτων». Όταν η Κίνα εξαπέλυσε εκστρατεία εναντίον του Βιετνάμ τον επόμενο Φεβρουάριο, η Γιουγκοσλαβία πήρε ανοιχτά το μέρος του Πεκίνου στη διαμάχη. Το αποτέλεσμα ήταν η επιδείνωση των γιουγκοσλαβοσοβιετικών σχέσεων.

Την περίοδο αυτή ήταν υπό κατασκευή ο πρώτος πυρηνικός αντιδραστήρας της Γιουγκοσλαβίας στο Κρσκο της Σλοβενίας, από την αμερικάνικη. Το έργο τελικά ολοκληρώθηκε το 1980 λόγω διαφωνιών με τις Ηνωμένες Πολιτείες σχετικά με ορισμένες εγγυήσεις που έπρεπε να υπογράψει το Βελιγράδι προτού μπορέσει να λάβει πυρηνικά υλικά (που περιείχαν την υπόσχεση ότι δεν θα πωλούνταν σε τρίτους ή δεν θα χρησιμοποιούνταν για μη ειρηνικούς ειρηνικούς σκοπούς).

Η περίοδος μετά τον Τίτο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Τίτο πέθανε στις 4 Μαΐου 1980 λόγω επιπλοκών μετά από χειρουργική επέμβαση. Ενώ ήταν ήδη γνωστό ότι η υγεία του 87χρονου προέδρου δεν ανέκαμπτε, ο θάνατός του παρόλα αυτά προκάλεσε σοκ στη χώρα. Και αυτό γιατί ο Τίτο θεωρείτο ως ο ήρωας της χώρας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και υπήρξε η κυρίαρχη μορφή και η ταυτότητά της για πάνω από τρεις δεκαετίες. Η απώλειά του σηματοδότησε μια σημαντική μεταβολή και αναφέρθηκε ότι πολλοί Γιουγκοσλάβοι θρηνούσαν ανοιχτά τον θάνατό του. Στο στάδιο ποδοσφαίρου του Σπλιτ Σέρβοι και Κροάτες επισκέφτηκαν το φέρετρο, μεταξύ άλλων αυθόρμητων εκδηλώσεων θλίψης, και η κηδεία οργανώθηκε από την Ενωση Κομμουνιστών[36].

Μετά τον θάνατο του Τίτο το 1980 υιοθετήθηκε μια νέα συλλογική προεδρία των κομμουνιστικών ηγεσιών των Δημοκρατιών.

Την εποχή του θανάτου του Τίτο επικεφαλής της Ομοσπονδιακής κυβέρνησης ήταν Βέσελιν Τζουράνοβιτς (που κατείχε τη θέση από το 1977). Είχε έρθει σε σύγκρουση με τους ηγέτες των Δημοκρατιών υποστηρίζοντας ότι η Γιουγκοσλαβία έπρεπε να μειώσει τις δαπάνες λόγω του αυξανόμενου προβλήματος του εξωτερικού χρέους. Ο Τζουράνοβιτς υποστήριζε ότι χρειαζόταν υποτίμηση, την οποία ο Τίτο αρνιόταν να δεχτεί για λόγους εθνικού γοήτρου[37].

Η Γιουγκοσλαβία μετά τον Τίτο αντιμετώπισε σημαντικό δημοσιονομικό χρέος τη δεκαετία του 1980, αλλά οι καλές της σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες οδήγησαν σε μια αμερικανική ομάδα οργανώσεων που ονομάστηκε "Φίλοι της Γιουγκοσλαβίας" για να εγγυηθεί και να πετύχει σημαντική ελάφρυνση του χρέους της Γιουγκοσλαβία το 1983 και το 1984, αν και τα οικονομικά προβλήματα συνεχίστηκαν μέχρι τη διάλυση του κράτους τη δεκαετία του 1990.[38]

Η Γιουγκοσλαβία ήταν χώρα διοργάνωσης των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 1984 στο Σαράγεβο. Για τη Γιουγκοσλαβία οι αγώνες συμβόλιζαν το συνεχιζόμενο όραμα του Τίτο για αδελφοσύνη και ενότητα, καθώς οι πολλές εθνότητες της Γιουγκοσλαβίας παρέμειναν ενωμένες σε μία ομάδα και η Γιουγκοσλαβία έγινε το δεύτερο κομμουνιστικό κράτος που διοργάνωσε Ολυμπιακούς Αγώνες (μετά τη Σοβιετική Ένωση το 1980). Ωστόσο στους αγώνες της Γιουγκοσλαβίας συμμετείχαν οι χώρες της Δύσης ενώ εκείνους της Σοβιετικής Ένωσης ορισμένες τους είχαν μποϊκοτάρει.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 η Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση άρχισε να απομακρύνεται από τον κομμουνισμό, καθώς προσπάθησε να μεταμορφωθεί σε οικονομία της αγοράς υπό την ηγεσία του Πρωθυπουργού Άντε Μάρκοβιτς, που υποστήριξε τακτικές θεραπείας σοκ για την ιδιωτικοποίηση τμημάτων της γιουγκοσλαβικής οικονομίας. Ο Μάρκοβιτς ήταν δημοφιλής, καθώς θεωρήθηκε ως ο πιο ικανός πολιτικός για να μπορέσει να μετατρέψει τη χώρα σε μια φιλελεύθερη δημοκρατική ομοσπονδία, αν και αργότερα έχασε τη δημοτικότητά του, κυρίως λόγω της αυξανόμενης ανεργίας. Το έργο του έμεινε ημιτελές καθώς η Γιουγκοσλαβία διαλύθηκε τη δεκαετία του 1990.

Διάλυση και πόλεμος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι εντάσεις μεταξύ των δημοκρατιών και των εθνών της Γιουγκοσλαβίας εντάθηκαν τις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Οι αιτίες της κατάρρευσης της χώρας συνδέονται με τον εθνικισμό, τις εθνοτικές συγκρούσεις, τις οικονομικές δυσκολίες, την απογοήτευση με την κυβερνητική γραφειοκρατία, την επιρροή σημαντικών προσωπικοτήτων στη χώρα και τη διεθνή πολιτική.

Η ιδεολογία και ιδιαίτερα ο εθνικισμός έχουν θεωρηθεί από πολλούς ως η κύρια πηγή της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας[39]. Από τη δεκαετία του 1970 το Κομμουνιστικό καθεστώς της Γιουγκοσλαβίας ήταν έντονα διχασμένο σε μια φιλελεύθερη-αποκεντρωτική εθνικιστική φράξια με επικεφαλής την Κροατία και τη Σλοβενία ​​που υποστήριζαν μια αποκεντρωμένη ομοσπονδία με μεγαλύτερη τοπική αυτονομία και σε μιας συντηρητική-συγκεντρωτική εθνικιστική με επικεφαλής τη Σερβία που υποστήριζε μια συγκεντρωτική ομοσπονδία για να διασφαλίσει τα συμφέροντα της Σερβίας και των Σέρβων στη Γιουγκοσλαβία - καθώς ήταν η μεγαλύτερη εθνοτική ομάδα στη χώρα συνολικά[40]. Από το 1967 έως το 1972 στην Κροατία και σε διαμαρτυρίες στο Κοσσυφοπέδιο το 1968 και το 1981 εθνικιστικές θεωρίες και ενέργειες προκάλεσαν εθνοτικές εντάσεις που αποσταθεροποίησαν τη χώρα [39]. Η καταστολή των εθνικιστών από το κράτος πιστεύεται ότι είχε ως αποτέλεσμα να θεωρηθεί ο εθνικισμός ως πρωταρχική εναλλακτική λύση στον ίδιο τον κομμουνισμό και τον κατέστησε ισχυρό υπόγειο κίνημα[41]. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 η ελίτ του Βελιγραδίου αντιμετώπισε ισχυρή αντιπολιτευτική δύναμη μαζικών διαμαρτυριών από Σέρβους και Μαυροβούνιους του Κοσσυφοπεδίου, καθώς και δημόσια αιτήματα πολιτικών μεταρρυθμίσεων από τους επικριτικούς διανοούμενους της Σερβίας και της Σλοβενίας[41].

Στα οικονομικά από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, το διευρυνόμενο χάσμα οικονομικών πόρων μεταξύ των ανεπτυγμένων και των υπανάπτυκτων περιοχών της Γιουγκοσλαβίας επιδείνωσε σοβαρά την ενότητα της ομοσπονδίας[42]. Οι πιο ανεπτυγμένες δημοκρατίες, η Κροατία και η Σλοβενία, απέρριψαν τις προσπάθειες περιορισμού της αυτονομίας τους, που προβλεπόταν στο Σύνταγμα του 1974 [42]. Η κοινή γνώμη στη Σλοβενία ​​το 1987 έβλεπε καλύτερες οικονομικές προοπτικές ως ανεξάρτητη από τη Γιουγκοσλαβία παρά μέσα σε αυτή[42]. Υπήρχαν επίσης περιοχές, που δεν έβλεπαν κανένα οικονομικό όφελος από την παραμονή στη Γιουγκοσλαβία. Για παράδειγμα η αυτόνομη επαρχία του Κοσσυφοπεδίου ήταν ανεπαρκώς ανεπτυγμένη και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ μειώθηκε από το 47% του γιουγκοσλαβικού μέσου όρου στην αμέσως μεταπολεμική περίοδο σε 27% τη δεκαετία του 1980.[43] Ωστόσο τα οικονομικά ζητήματα δεν έχουν αποδειχθεί ότι ήταν ο μοναδικός καθοριστικός παράγοντας της διάλυσης, καθώς η Γιουγκοσλαβία κατά την περίοδο αυτή ήταν το πιο ευημερούσα Κομμουνιστική χώρα στην Ανατολική Ευρώπη και ουσιαστικά διαλύθηκε σε μια περίοδο οικονομικής ανάκαμψης μετά την εφαρμογή των οικονομικών μεταρρυθμίσεων της κυβέρνησης του Άντε [44]. Επιπλέον κατά τη διάρκεια της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας οι ηγέτες της Κροατίας, της Σερβίας και της Σλοβενίας απέρριψαν όλες τις ανεπίσημες προσφορές της Ευρωπαϊκής Κοινότητας παροχής ουσιαστικής οικονομικής στήριξης με αντάλλαγμα τον πολιτικό συμβιβασμό [44]. Ωστόσο το ζήτημα της οικονομικής ανισότητας μεταξύ των δημοκρατιών, των αυτόνομων επαρχιών και των εθνοτήτων της Γιουγκοσλαβίας οδήγησε σε εντάσεις με ισχυρισμούς υποτίμησης και κατηγορίες για προνόμια των μεν εναντίον των δε [44].

Οι πολιτικές διαμαρτυρίες στη Σερβία και τη Σλοβενία, που αργότερα εξελίχθηκαν σε εθνοτικές συγκρούσεις, ξεκίνησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ως διαμαρτυρίες ενάντια στην υποτιθέμενη αδικία και γραφειοκρατικοποίηση της πολιτικής ελίτ[45]. Μέλη της πολιτικής ελίτ κατάφεραν να εκτρέψουν αυτές τις διαμαρτυρίες ενάντια στους "άλλους".[44] Οι Σέρβοι διαδηλωτές ανησυχούσαν για τη διάλυση της χώρας και ισχυρίζονταν ότι οι "άλλοι" (Κροάτες, Σλοβένοι και διεθνείς θεσμοί) ήταν υπεύθυνοι[45]. Η Σλοβενική πνευματική ελίτ υποστήριζε ότι «οι άλλοι» (Σέρβοι) ήταν υπεύθυνοι για τα «επεκτατικά σχέδια της Μεγάλης Σερβίας», για την οικονομική εκμετάλλευση της Σλοβενίας και για την καταστολή της Σλοβενικής εθνικής ταυτότητας[45]. Αυτές οι ενέργειες εκτροπής των λαϊκών διαδηλώσεων επέτρεψαν στις αρχές της Σερβίας και της Σλοβενίας να επιβιώσουν με κόστος την υπονόμευση της ενότητας της Γιουγκοσλαβίας[45]. Άλλες δημοκρατίες, όπως η Βοσνία και Ερζεγοβίνη και η Κροατία, αρνήθηκαν να ακολουθήσουν αυτές τις τακτικές της Σερβίας και της Σλοβενίας ​​με αποτέλεσμα την ήττα στη συνέχεια της αντίστοιχης Ενωσης Κομμουνιστών των δημοκρατιών αυτών από εθνικιστικές πολιτικές δυνάμεις[45].

Από τη σκοπιά της διεθνούς πολιτικής έχει υποστηριχθεί ότι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου συνέβαλε στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας επειδή η χώρα έχασε τη στρατηγική διεθνή πολιτική της σημασία ως ενδιάμεσος μεταξύ του Ανατολικού και του Δυτικού συνασπισμού[46]. Κατά συνέπεια η Γιουγκοσλαβία έχασε την οικονομική και πολιτική στήριξη που της παρείχε η Δύση και η αυξημένη πίεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) για μεταρρύθμιση των θεσμών της κατέστησε αδύνατο για τη γιουγκοσλαβική μεταρρυθμιστική ελίτ να ανταποκριθεί στην αυξανόμενη κοινωνική αναταραχή[46] Η κατάρρευση του κομμουνισμού σε ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη και τη Σοβιετική Ένωση υπονόμευσε την ιδεολογική βάση της χώρας και ενθάρρυνε τις αντικομμουνιστικές και εθνικιστικές δυνάμεις στις δυτικόστροφες δημοκρατίες της Κροατίας και της Σλοβενίας να αυξήσουν τις απαιτήσεις τους[46].

Το εθνικιστικό κλίμα μεταξύ των Σέρβων αυξήθηκε θεαματικά μετά την επικύρωση του Συντάγματος του 1974, που περιόρισε τις εξουσίες της ΣΔ Σερβίας στις αυτόνομες επαρχίες της του Κοσσυφοπεδίου και της Βοϊβοντίνα. Στη Σερβία αυτό προκάλεσε την αυξανόμενη ξενοφοβία εναντίον των Αλβανών. Στο Κοσσυφοπέδιο (που διοικείτο κυρίως από αλβανικούς κομμουνιστές), η Σερβική μειονότητα κατήγγελλε όλο και περισσότερο κακομεταχείριση και καταχρήσεις από την Αλβανική πλειοψηφία. Οι αντιδράσεις εξαπλώθηκαν περαιτέρω το 1986, όταν η Σερβική Ακαδημία Επιστημών και Τεχνών (SANU) δημοσίευσε το ομώνυμο Μνημόνιο[47]. Σε αυτό οι Σέρβοι συγγραφείς και ιστορικοί εξέφρασαν «διάφορα ρεύματα σερβικής εθνικιστικής δυσαρέσκειας».[48] Η Ενωση Κομμουνιστών της Γιουγκοσλαβίας (ΕΚΓ) καταδίκασε τότε ενωμένη το μνημόνιο και συνέχισε να ακολουθεί την αντιεθνικιστική πολιτική της.[3]

Το 1987 ο Σέρβος κομμουνιστής αξιωματούχος Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς εστάλη για να ηρεμήσει σε μια εθνικιστική διαμαρτυρία των Σέρβων εναντίον της Αλβανικής διοίκησης της ΣΑΕ του Κοσσυφοπεδίου. Ο Μιλόσεβιτς ήταν μέχρι τότε ένας σκληροπυρηνικός κομμουνιστής, που είχε καταγγείλει όλες τις μορφές εθνικισμού ως προδοσία, μεταξύ αυτών και το Μνημόνιο της SANU ως "τίποτα άλλο εκτός από τον πιο σκοτεινό εθνικισμό" [49]. Ωστόσο η αυτονομία του Κοσσυφοπεδίου ήταν ανέκαθεν μια μη δημοφιλής πολιτική στη Σερβία και εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση, απομακρυνόμενος από την παραδοσιακή κομμουνιστική ουδετερότητα στο ζήτημα του Κοσσυφοπεδίου.

Ο Μιλόσεβιτς διαβεβαίωσε τους Σέρβους ότι η κακομεταχείριση τους από τους Αλβανούς θα σταματούσε.[50] [51] [52] [53] Στη συνέχεια ξεκίνησε μια εκστρατεία εναντίον της κυβερνώσας κομμουνιστικής ελίτ της Σερβίας, απαιτώντας περιορισμούς της αυτονομίας του Κοσσυφοπεδίου και της Βοϊβοντίνα. Αυτές οι ενέργειες τον κατέστησαν δημοφιλή μεταξύ των Σέρβων και βοήθησαν την άνοδό του στην εξουσία στη Σερβία. Ο Μιλόσεβιτς και οι σύμμαχοί του υιοθέτησαν ένα επιθετικό εθνικιστικό πρόγραμμα για την αναγέννηση της ΣΔ της Σερβίας εντός της Γιουγκοσλαβίας, υποσχόμενοι μεταρρυθμίσεις και προστασία όλων των Σέρβων.

Ο Μιλόσεβιτς προέβη στην ανάληψη του ελέγχου των κυβερνήσεων της Βοϊβοντίνας, του Κοσσυφοπεδίου και της γειτονικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Μαυροβουνίου με την ονομασθείσα από τα σερβικά μέσα ενημέρωσης «αντι-γραφειοκρατική επανάσταση». Και οι δύο ΣΑΕ είχαν από μία ψήφο για τη Γιουγκοσλαβική Προεδρία σύμφωνα με το σύνταγμα του 1974 και μαζί με το Μαυροβούνιο και τη δική του Σερβία, ο Μιλόσεβιτς έλεγχε τώρα απευθείας τέσσερις από τις οκτώ ψήφους στη συλλογική ηγεσία κράτους τον Ιανουάριο του 1990. Αυτό προκάλεσε ακόμη μεγαλύτερη δυσαρέσκεια στις κυβερνήσεις της Κροατίας και της Σλοβενίας και στους Αλβανούς του Κοσσυφοπεδίου (η ΣΔ Βοσνίας και Ερζεγοβίνης και η ΣΔ Μακεδονίας παρέμειναν σχετικά ουδέτερες)[3].

Ενοχλημένες από τη χειραγώγηση της συνέλευσης από τον Μιλόσεβιτς, πρώτα η αντιπροσωπεία της Ενωσης Κομμουνιστών της Σλοβενίας με επικεφαλής τον Μίλαν Κούτσαν και στη συνέχεια της Ένωσης Κομμουνιστών της Κροατίας, με επικεφαλής τον Ίβιτσα Ράτσαν, αποχώρησαν κατά τη διάρκεια του έκτακτου 14ου Συνεδρίου της Ενωσης Κομμουνιστών Γιουγκοσλαβία (Ιανουάριος 1990), διαλύοντας ουσιαστικά το πανγιουγκοσλαβικό κόμμα. Μαζί με την εξωτερική πίεση αυτό προκάλεσε την υιοθέτηση πολυκομματικών συστημάτων σε όλες τις δημοκρατίες. Όταν οι επί μέρους δημοκρατίες διοργάνωσαν τις πολυκομματικές εκλογές τους το 1990, οι πρώην κομμουνιστές δεν κατάφεραν να επανεκλεγούν. Στην Κροατία και τη Σλοβενία τις εκλογές κέρδισαν τα εθνικιστικά κόμματα.

Στις 8 Απριλίου 1990 διεξήχθησαν οι πρώτες πολυκομματικές εκλογές στη Σλοβενία ​​(και τη Γιουγκοσλαβία) από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο συνασπισμός DEMOS κέρδισε τις εκλογές και σχημάτισε κυβέρνηση η οποία άρχισε να εφαρμόζει προγράμματα εκλογικής μεταρρύθμισης.

Στην Κροατία η Κροατική Δημοκρατική Ένωση (HDZ) κέρδισε τις εκλογές υπoσχόμενη να «υπερασπιστεί την Κροατία από τον Μιλόσεβιτς", γεγονός που θορύβησε τη μεγάλη Σερβική μειονότητα της Κροατίας[3]. Οι Σέρβοι της Κροατίας από την πλευρά τους ήταν επιφυλακτικοί με την εθνικιστική κυβέρνηση του ηγέτη του HDZ Φράνιο Τούτζμαν και το 1990 οι Σέρβοι εθνικιστές στην πόλη Κνιν της νότιας Κροατίας οργανώθηκαν και δημιούργησαν μια αυτονομιστική οντότητα γνωστή ως ΣΑΠ Κράινα, που απαίτησε να παραμείνει ενωμένη με τους υπόλοιπους Σερβικούς πληθυσμούς αν η Κροατία αποφάσιζε να αποχωρήσει. Η κυβέρνηση της Σερβίας επιδοκίμασε την εξέγερση των Σέρβων της Κροατίας, υποστηρίζοντας ότι για τους Σέρβους, η παραμονή υπό την κυβέρνηση Τούτζμαν θα ισοδυναμούσε με το φασιστικό Ανεξάρτητο Κράτος της Κροατίας (NDH), που διέπραξε γενοκτονία κατά των Σέρβων κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Μιλόσεβιτς χρησιμοποίησε αυτό για να κινητοποιήσει τους Σέρβους εναντίον της κυβέρνησης της Κροατίας και οι σερβικές εφημερίδες συμμετείχαν στην πολεμοκαπηλία.[54] Η Σερβία είχε ήδη τυπώσει νέα χαρτονομίσματα αξίας 1,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων χωρίς την έγκριση της κεντρικής τράπεζας της Γιουγκοσλαβίας[55].

Στο δημοψήφισμα για τη ανεξαρτησία της Σλοβενίας το 1990, που πραγματοποιήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1990, η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων ψήφισε υπέρ της ανεξαρτησίας. Το 88,5% όλων των εκλογέων (94,8% των συμμετεχόντων) ψήφισε υπέρ της ανεξαρτησίας - που ανακηρύχθηκε στις 25 Ιουνίου 1991.[56] Τόσο η Σλοβενία όσο και η Κροατία ανακήρυξαν την ανεξαρτησία τους στις 25 Ιουνίου 1991.

Το πρωί της 26ης Ιουνίου οι μονάδες του 13ου Σώματος του Γιουγκοσλαβικού Λαϊκού Στρατού εγκατέλειψαν το στρατόπεδό τους στη Ριέκα της Κροατίας για να κινηθούν προς τα σύνορα της Σλοβενίας με την Ιταλία.

Η κίνηση αυτή προκάλεσε αμέσως την έντονη αντίδραση των ντόπιων Σλοβένων, που οργάνωσαν αυθόρμητα οδοφράγματα και διαδηλώσεις ενάντια στις ενέργειες του ΓΛΣ. Δεν υπήρξαν αρχικά εχθροπραξίες και οι δύο πλευρές φαινόταν να έχουν ανεπίσημη πολιτική να μην είναι οι πρώτοι που θα άνοιγαν πυρ.

Μέχρι τότε η Σλοβενική κυβέρνηση είχε ήδη θέσει σε εφαρμογή το σχέδιό της να αναλάβει τον έλεγχο τόσο του διεθνούς Αεροδρομίου της Λιουμπλιάνα όσο και των συνοριακών σταθμών της Σλοβενίας στα σύνορα με την Ιταλία, την Αυστρία και την Ουγγαρία.

Το προσωπικό που απασχολείτο στους συνοριακούς σταθμούς ήταν, στις περισσότερες περιπτώσεις, ήδη Σλοβένοι, οπότε η ανάληψη από τη Σλοβενία απλώς συνίστατο στην αλλαγή των στολών και των διακριτικών, χωρίς μάχες. Αναλαμβάνοντας τον έλεγχο των συνόρων οι Σλοβένοι ήταν σε θέση να δημιουργήσουν αμυντικές θέσεις ενάντια σε μια αναμενόμενη επίθεση του ΓΛΣ. Αυτό σήμαινε ότι ο ΓΛΣ θα έπρεπε να ανοίξει πρώτος πυρ, πράγμα που έγινε στις 27 Ιουνίου στις 14:30 στο Ντίβατσα από αξιωματικό του ΓΛΣ. Η σύγκρουση εξελίχθηκε στον πόλεμο των δέκα ημερών, με πολλούς στρατιώτες τραυματίες και σκοτωμένους, όπου ο ΓΛΣ ήταν αναποτελεσματικός. Πολλοί στρατιώτες σλοβενικής, κροατικής, βοσνιακής ή μακεδονικής υπηκοότητας λιποτάκτησαν ή στασίασαν ειρηνικά εναντίον ορισμένων (Σέρβων) αξιωματικών που ήθελαν να εντείνουν τη σύγκρουση. Σήμανε επίσης το τέλος του ΓΛΣ, που μέχρι τότε αποτελείτο από μέλη όλων των γιουγκοσλαβικών εθνοτήτων. Στη συνέχεια ο ΓΛΣ συνίστατο κυρίως από άνδρες σερβικής ιθαγένειας.[57]

Στις 7 Ιουλίου 1991 η Ευρωπαϊκή Κοινότητα πίεσε τη Σλοβενία και την Κροατία να αναστείλουν επί τρίμηνο την ανεξαρτησία τους με τη συμφωνία του Μπριούνι (αναγνωρισμένη από εκπροσώπους όλων των δημοκρατιών), υποστηρίζοντας παράλληλα τα αντίστοιχα δικαιώματα εθνικής αυτοδιάθεσης.[58] Στους τρεις αυτούς μήνες ο Γιουγκοσλαβικός Στρατός ολοκλήρωσε την αποχώρησή του από τη Σλοβενία. Οι διαπραγματεύσεις για την αποκατάσταση της Γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας με τον διπλωμάτη Λόρδο Πήτερ Κάρινγκτον και τα μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας δεν είχαν αποτέλεσμα. Το σχέδιο του Κάρινγκτον διαπίστωνε ότι η Γιουγκοσλαβία βρίσκεται σε κατάσταση διάλυσης και αποφάσισε ότι κάθε δημοκρατία πρέπει να αποδεχθεί την αναπόφευκτη ανεξαρτησία των άλλων, μαζί με μια υπόσχεση προς τον Πρόεδρο της Σερβίας Μιλόσεβιτς ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα εξασφαλίσει την προστασία των Σέρβων εκτός της Σερβίας.

Ο Μιλόσεβιτς αρνήθηκε να συμφωνήσει με το σχέδιο, καθώς ισχυρίστηκε ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα δεν είχε το δικαίωμα να διαλύσει τη Γιουγκοσλαβία και ότι το σχέδιο δεν ήταν προς το συμφέρον των Σέρβων, καθώς θα διαχώριζε τον Σερβικό λαό σε τέσσερις δημοκρατίες (Σερβία, Μαυροβούνιο, Βοσνία & Ερζεγοβίνη και Κροατία). Ο Κάρινγκτον απάντησε θέτοντας το ζήτημα σε ψηφοφορία στην οποία όλες οι άλλες δημοκρατίες, συμπεριλαμβανομένου του Μαυροβουνίου υπό το Μόμιρ Μπουλάτοβιτς, αρχικά συμφώνησαν με το σχέδιο που θα διέλυε τη Γιουγκοσλαβία. Ωστόσο, μετά από έντονη πίεση από τη Σερβία στον Πρόεδρο του Μαυροβουνίου, το Μαυροβούνιο άλλαξε τη θέση του και αντιτάχθηκε στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.

Με ένα επεισόδιο στις Λίμνες Πλίτβιτσε στα τέλη Μαρτίου / αρχές Απριλίου 1991 ξέσπασε ο Πόλεμος της Κροατίας μεταξύ της κυβέρνησης της Κροατίας και των Σέρβων ανταρτών της ΣΑΠ Κράινα (υποστηριζόμενων σε μεγάλο βαθμό από τον ελεγχόμενο τώρα από τους Σέρβους Γιουγκοσλαβικό Λαϊκό Στρατό). Την 1η Απριλίου 1991 η ΣΑΠ Κράινα δήλωσε ότι θα αποσπαστεί από την Κροατία. Αμέσως μετά τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Κροατίας Σέρβοι της Κροατίας σχημάτισαν επίσης τη ΣΑΠ της Δυτικής Σλαβονίας και τη ΣΑΠ της Ανατολικής Σλαβονίας, Μπαράνια και Δυτικού Σρεμ. Οι τρεις αυτές περιοχές συνενώθηκαν στη Δημοκρατία της Σερβικής Κράινα (ΔΣΚ) στις 19 Δεκεμβρίου 1991.

Η επίδραση της ξενοφοβίας και του εθνικού μίσους κατά την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας κατέστη σαφής κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Κροατία. Η προπαγάνδα από την πλευρά της Κροατίας και της Σερβίας μετέδιδε τον φόβο, με ισχυρισμούς ότι η άλλη πλευρά θα ασκούσε καταπίεση εναντίον τους και θα διόγκωνε τον αριθμό των απωλειών για να αυξήσει την υποστήριξη του πληθυσμού της[59]. Κατά τους πρώτους μήνες του πολέμου ο στρατός και το ναυτικό της Γιουγκοσλαβίας, όπου επικρατούσαν οι Σέρβοι, βομβάρδισαν εσκεμμένα κατοικημένες περιοχές του Σπλιτ και του Ντουμπρόβνικ, Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ, καθώς και γειτονικά κροατικά χωριά.[60] Τα γιουγκοσλαβικά μέσα ενημέρωσης υποστήριξαν ότι οι ενέργειες αυτές έγιναν λόγω της, κατά τους ισχυρισμούς τους, ύπαρξης στην πόλη φασιστικών δυνάμεων Ούστασε και διεθνών τρομοκρατών [60].

Οι έρευνες των Ηνωμένων Εθνών διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχαν τότε τέτοιες δυνάμεις στο Ντουμπρόβνικ[60]. Στη συνέχεια η στρατιωτική παρουσία της Κροατίας αυξήθηκε. Ο Πρωθυπουργός του Μαυροβουνίου Μίλο Τζουκάνοβιτς, τότε σύμμαχος του Μιλόσεβιτς, έκανε έκκληση στον εθνικισμό του Μαυροβουνίου, υποσχόμενος ότι η κατάληψη του Ντουμπρόβνικ θα επέτρεπε την επέκταση του Μαυροβουνίου στην πόλη, που ισχυριζόταν ότι ανήκε ιστορικά στο Μαυροβούνιο, και κατήγγειλε τα σημερινά σύνορα του Μαυροβουνίου ως "χαραγμένα από τους γέρους και αγράμματους μπολσεβίκους χαρτογράφους"[60].

Ο υδατόπυργος του Βούκοβαρ κατά τη διάρκεια τηςπολιορκίας της πόλης στην ανατολική Κροατία, το 1991. Ο πύργος κατέληξε να συμβολίζει την αντίσταση της πόλης στις Σερβικές δυνάμεις.

Την ίδια στιγμή η Σερβική κυβέρνηση ήρθε σε αντίθεση με τους Μαυροβούνιους συμμάχους της, με ισχυρισμούς του Πρωθυπουργού της Σερβίας Ντράγκουτιν Ζελένοβιτς ότι το Ντουμπρόβνικ ανήκε ιστορικά στη Σερβία και όχι στο Μαυροβούνιο. Τα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης έδωσαν τεράστια προβολή στον βομβαρδισμό του Ντουμπρόβνικ και ισχυρίστηκαν ότι αυτό ήταν απόδειξη της επιδίωξης του Μιλόσεβιτς να δημιουργήσει μια Μεγάλης Σερβίας καθώς η Γιουγκοσλαβία κατέρρεε, πιθανώς με τη βοήθεια της υποτακτικής του Μαυροβουνιακής ηγεσίας του (Πρόεδρου) Μπουλάτοβιτς και των Σέρβων εθνικιστών στο Μαυροβούνιο, για να ενθαρρύνει την υποστστήριξη του Μαυροβουνίου στην ανακατάληψη του Ντουμπρόβνικ.[61]

Στο Βούκοβα, οι εθνοτικές εντάσεις μεταξύ Κροατών και Σέρβων ξέσπασαν βίαια όταν ο Γιουγκοσλάβος στρατός εισήλθε στην πόλη τον Νοέμβριο του 1991. Ο Γιουγκοσλάβος στρατός και οι Σέρβοι παραστρατιωτικοί κατέστρεψαν την πόλη με οδομαχίες και καταστροφή των Κροατικών περιουσιών. Σέρβοι παραστρατιωτικοί βιαιοπράγησαν εναντίον Κροατών, σκοτώνοντας πάνω από 200 και εκτοπίζοντας άλλους, εκτός από όσους εγκατέλειψαν την πόλη για να αποφύγουν τη σφαγή"[62].

Με τη δημογραφική δομή της Βοσνίας, που περιλάμβανε μικτό πληθυσμό Βοσνίων Μουθσουλμάνων, Σέρβων και Κροατών, η ιδιοκτησία μεγάλων περιοχών της Βοσνίας ήταν αντικείμενο διενέξεων.

Από το 1991 έως το 1992 η κατάσταση στην πολυεθνική Βοσνία-Ερζεγοβίνη γινόταν όλο και πιο τεταμένη. Το κοινοβούλιο της ήταν κατακερματισμένο εθνοτικά σε μια πλειοψηφική Βοσνιακή (Μοσουλμανική) παράταξη και σε μειονοτικές Σερβική και Κροατική. Το 1991 ο αμφιλεγόμενος εθνικιστής ηγέτης Ράντοβαν Κάρατζιτς της μεγαλύτερης Σερβικής παράταξης στο κοινοβούλιο, του Σερβικού Δημοκρατικού Κόμματος, απηύθηνε μια σοβαρή και άμεση προειδοποίηση στο κοινοβούλιο της Βοσνίας, αν αποφάσιζε να αποσχισθεί, λέγοντας:

"Αυτό που κάνετε δεν είναι καλό. Αυτό είναι το μονοπάτι που θέλετε να φέρει τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη στην ίδια λεωφόρο της κόλασης και του θανάτου που ακολούθησαν η Σλοβενία ​​και η Κροατία. Μη νομίζετε ότι δεν θα πάτε Βοσνία και Ερζεγοβίνη στην κόλαση και ίσως τον Μουσουλμανικό λαό στην εξαφάνιση, γιατί αυτός δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του αν γίνει πόλεμος εδώ». Ράντοβαν Κάρατζιτς, 14 Οκτωβρίου 1991.[63] Εν τω μεταξύ στο παρασκήνιο άρχισαν διαπραγματεύσεις μεταξύ του Μιλόσεβιτς και του Τούτζμαν να διαμελίσουν τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη σε περιοχές διοικούμενες από Σέρβους και Κροάτες, για να αποτρέψουν τον πόλεμο μεταξύ των Κροατών και των Σέρβων της Βοσνίας[64]. Οι Σέρβοι της Βοσνίας διεξήγαγαν το δημοψήφισμα του Νοεμβρίου 1991 με αποτέλεσμα συντριπτική πλειοψηφία υπέρ της παραμονής σε ένα κοινό κράτος με τη Σερβία και το Μαυροβούνιο.

Δημόσια τα φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης στη Σερβία ισχυρίζονταν προς τους Βόσνιους ότι η Βοσνία και Ερζεγοβίνη θα μπορούσε να συμπεριληφθεί σε μια νέα εθελοντική ένωση μέσα σε μια νέα Γιουγκοσλαβία βασισμένη σε δημοκρατική κυβέρνηση, αλλά αυτό δεν ελήφθη σοβαρά υπόψη από την κυβέρνηση της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης[65].

Στις 9 Ιανουαρίου 1992 η Συνέλευση των Σέρβων της Βοσνίας ανακήρυξε την ξεχωριστή Δημοκρατία του Σερβικού λαού της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης (τη λίγο αργότερα Σερβική Δημοκρατία) και προχώρησε στη δημιουργία Σερβικών αυτόνομων περιοχών (ΣΑΠ) σε όλη τη χώρα. Τον Σερβικό για παραμονή στη Γιουγκοσλαβία και η δημιουργία Σερβικών αυτόνομων περιοχών (ΣΑΠ) κηρύχθηκαν αντισυνταγματικές από την κυβέρνηση της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης.

Η κυβέρνηση της Βοσνίας πραγματοποίησε δημοψήφισμα για ανεξαρτησία στις 29 Φεβρουαρίου και την 1η Μαρτίου 1992. Το δημοψήφισμα αυτό με τη σειρά του κηρύχθηκε αντίθετο προς το Βοσνιακό και το Ομοσπονδιακό σύνταγμα από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο και τη νεοσυσταθείσα κυβέρνηση των Σέρβων της Βοσνίας, που σε μεγάλο βαθμό το μποϊκόταραν. Σύμφωνα με τα επίσημα αποτελέσματα η προσέλευση ήταν 63,4% και το 99,7% των ψηφοφόρων ψήφισαν υπέρ της ανεξαρτησίας"[66]. Δεν ήταν ξεκάθαρο τι πραγματικά σήμαινε η απαίτηση της πλειοψηφίας των δύο τρίτων και αν αυτή επετεύχθη.

Μετά την απόσχιση της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης η ΣΟΔΓ Γιουγκοσλαβίας θεωρήθηκε ότι διαλύθηκε σε πέντε διάδοχα κράτη στις 27 Απριλίου 1992: Βοσνία και Ερζεγοβίνη, Κροατία, Μακεδονία, Σλοβενία ​​και Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας (που αργότερα μετονομάστηκε σε «Σερβία και Μαυροβούνιο»). Η Επιτροπή Badinter (1991-1993) σημείωσε ότι η Γιουγκοσλαβία καταστράφηκε σε πολλά ανεξάρτητα κράτη, οπότε δεν είναι δυνατόν να μιλήσουμε για την απόσχιση της Σλοβενίας και της Κροατίας από τη Γιουγκοσλαβία[3].

Μέλος των Ηνωμένων Εθνών μετά το 1992

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Σεπτέμβριο του 1992 η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας (αποτελούμενη από τη Σερβία και το Μαυροβούνιο) απέτυχε να επιτύχει την de jure αναγνώρισή της ως συνέχιση της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας στα Ηνωμένα Έθνη. Αναγνωρίστηκε ξεχωριστά ως διάδοχος μαζί με τη Σλοβενία, την Κροατία, τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη και τη Μακεδονία. Μέχρι το 2000 η ​​Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας αρνήθηκε να υποβάλει εκ νέου αίτηση προσχώρησης στα Ηνωμένα Έθνη και η Γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών επέτρεψε στην αποστολή της ΣΟΔΓ να συνεχίσει να λειτουργεί και διαπίστευε τους αντιπροσώπους της χώρας στην αποστολή της, συμμετέχοντας στα διάφορα όργανα των Ηνωμένων Εθνών.[67]

SIV 1 το Ομοσπονδιακό Εκτελεστικό Συμβούλιο

Το Σύνταγμα της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας τροποποιήθηκε το 1963 και το 1974.

Η Ενωση Κομμουνιστών Γιουγκοσλαβίας κέρδισε τις πρώτες εκλογές και παρέμεινε στην εξουσία όσο υπήρχε το κράτος. Αποτελείτο από ξεχωριστά κομμουνιστικά κόμματα κάθε επί μέρους δημοκρατίας. Το κόμμα τροποποποιούσε τις πολιτικές του θέσεις με κομματικά συνέδρια, στα οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι από κάθε δημοκρατία και ψήφιζαν για αλλαγές στην πολιτική του κόμματος, το τελευταίο από τα οποία πραγματοποιήθηκε το 1990.

Το κοινοβούλιο της Γιουγκοσλαβίας ήταν γνωστό ως Ομοσπονδιακή Συνέλευση και στεγαζόταν στο κτίριο όπου στεγάζεται σήμερα το κοινοβούλιο της Σερβίας. Η Ομοσπονδιακή Συνέλευση απαρτιζόταν εξ ολοκλήρου από μέλη των κομμουνιστικών κομμάτων.

Ο κατ' εξοχήν πολιτικός ηγέτης του κράτους ήταν ο Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, αλλά υπήρχαν αρκετοί άλλοι σημαντικοί πολιτικοί, ιδιαίτερα μετά τον θάνατό του. Το 1974 ο Τίτο ανακηρύχθηκε ισόβιος Πρόεδρος της Γιουγκοσλαβίας. Μετά τον θάνατό του το 1980 η ενιαία θέση του προέδρου διαιρέθηκε σε συλλογική Προεδρία, όπου οι εκπρόσωποι κάθε δημοκρατίας αποτελούσαν ουσιαστικά μια επιτροπή, στην οποία θα απευθύνονταν τα αιτήματα κάθε δημοκρατίας και από την οποία θα υλοποιούνταν οι συλλογικοί στόχοι της ομοσπονδιακής πολιτικής. Ο επικεφαλής της συλλογικής προεδρίας περιστράφηκε μεταξύ εκπροσώπων των διαφόρων δημοκρατιών. Επικεφαλής της συλλογικής προεδρίας εναλλάσσονταν οι εκπρόσωποι κάθε δημοκρατίας. Ο επικεφαλής της συλλογικής προεδρίας θεωρείτο αρχηγός κράτους της Γιουγκοσλαβίας. Η συλλογική προεδρία έληξε το 1991, καθώς η Γιουγκοσλαβία κατέρρευσε.

Το 1974 έγιναν σημαντικές μεταρρυθμίσεις στο Σύνταγμα της Γιουγκοσλαβίας. Μεταξύ των αλλαγών υπήρξε η αμφιλεγόμενη εσωτερική διαίρεση της Σερβίας, που δημιούργησε δύο αυτόνομες επαρχίες εντός αυτής, τη Βοϊβοντίνα και το Κοσσυφοπέδιο. Κάθε μία από αυτές τις αυτόνομες επαρχίες είχε δικαίωμα ψήφου ίσο με εκείνο των δημοκρατιών, αλλά προηγουμένως συμμετείχαν στη λήψη αποφάσεων της Σερβίας ως συστατικά μέρη της ΣΔ της Σερβίας.

Εσωτερικά η Γιουγκοσλαβική ομοσπονδία χωρίστηκε σε έξι Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες που ιδρύθηκαν το 1944 [68] και δύο Σοσιαλιστικές Αυτόνομες Επαρχίες (Κοσσυφοπέδιο και Βοϊβοντίνα) εντός της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Σερβίας. Η ομοσπονδιακή πρωτεύουσα ήταν το Βελιγράδι. Με αλφαβητική σειρά οι δημοκρατίες και οι επαρχίες ήταν:

Όνομα
Πρωτεύουσα
Σημαία
Εθνόσημο
Περιοχή
Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης Σεράγεβο
Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Κροατίας Ζάγκρεμπ
Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας Σκόπια
Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Μαυροβουνίου Τίτογκραντ
Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Σερβίας
Σοσιαλιστική Αυτόνομη Επαρχία του Κοσσυφοπέδιου
Σοσιαλιστική Αυτόνομη Επαρχία της Βοϊβοδίνας
Βελιγράδι
Πρίστινα
Νόβι Σαντ
Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Σλοβενίας Λιουμπλιάνα

Εξωτερική πολιτική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπό τον Τίτο η Γιουγκοσλαβία υιοθέτησε μια αδέσμευτη πολιτική στον Ψυχρό Πόλεμο. Ανέπτυξε στενές σχέσεις με τις αναπτυσσόμενες χώρες, διαδραματίζοντας ηγετικό ρόλο στο Κίνημα των Αδεσμεύτων, καθώς και διατηρώντας εγκάρδιες σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Ο Στάλιν θεωρούσε τον Τίτο προδότη και τον καταδίκαζε ανοιχτά. Την 1η Ιανουαρίου 1967 η Γιουγκοσλαβία ήταν η πρώτη κομμουνιστική χώρα που άνοιξε τα σύνορά της σε όλους τους ξένους επισκέπτες και κατάργησε τη βίζα.[69] Την ίδια χρονιά ο Τίτο δραστηριοποιήθηκε στην προώθηση μιας ειρηνικής επίλυσης της Αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης. Το σχέδιό του καλούσε τις Αραβικές χώρες να αναγνωρίσουν το Κράτος του Ισραήλ σε αντάλλαγμα το Ισραήλ να επιστρέψει τα εδάφη που είχε καταλάβει.[70] Οι Αραβικές χώρες απέρριψαν το σχέδιό του γης για ειρήνη. Ωστόσο, το ίδιο έτος, η Γιουγκοσλαβία έπαψε να αναγνωρίζει πλέον το Ισραήλ.

Το 1968, μετά την κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας από τη Σοβιετική Ένωση, ο Τίτο πρόσθεσε μια επιπλέον αμυντική γραμμή στα σύνορα της Γιουγκοσλαβίας με τις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας[71]. Αργότερα την ίδια χρονιά ο Τίτο προσφέρθηκε στον Τσεχοσλοβάκο ηγέτη Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ ότι θα πετούσε στην Πράγα μέσα σε τρεις ώρες εάν χρειαζόταν βοήθεια για να αντιμετωπίσει τη Σοβιετική Ένωση που καταλάμβανε τότε την Τσεχοσλοβακία[72].

Η Γιουγκοσλαβία είχε ανάμεικτες σχέσεις με την Αλβανία του Ενβέρ Χότζα. Αρχικά οι σχέσεις Γιουγκοσλαβίας-Αλβανίας ήταν πολύ καλές, καθώς η Αλβανία υιοθέτησε μια κοινή αγορά με τη Γιουγκοσλαβία και ζήτησε τη διδασκαλία της Σερβοκροατικής γλώσσας στους μαθητές των γυμνασίων της. Τότε συζητήθηκε και η ιδέα της δημιουργίας μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας μεταξύ της Γιουγκοσλαβίας, της Αλβανίας και της Βουλγαρίας. Η Αλβανία τότε εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από την οικονομική υποστήριξη της Γιουγκοσλαβίας για τη χρηματοδότηση των αρχικά ανεπαρκών υποδομών της. Τα προβλήματα μεταξύ Γιουγκοσλαβίας και Αλβανίας άρχισαν όταν οι Αλβανοί άρχισαν να παραπονιούνται ότι η Γιουγκοσλαβία πληρώνει ελάχιστα για τους φυσικούς πόρους της Αλβανίας. Στη συνέχεια οι σχέσεις μεταξύ Γιουγκοσλαβίας και Αλβανίας επιδεινώθηκαν. Μετά το 1948 η Σοβιετική Ένωση υποστήριξε την Αλβανία στην αντίθεσή της με τη Γιουγκοσλαβία. Όσον αφορά το Κοσσυφοπέδιο, όπου επικρατούσαν οι Αλβανοί, η Γιουγκοσλαβία και η Αλβανία προσπάθησαν να εξουδετερώσουν την απειλή της εθνικιστικής σύγκρουσης και ο Χότζα αντιτάχθηκε στα εθνικιστικά αισθήματα στην Αλβανία, καθώς πίστευε επισήμως στο κομμουνιστικό ιδεώδες της διεθνιστικής αδελφότητας όλων των λαών, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις τη δεκαετία του 1980 έκανε εμπρηστικές ομιλίες προς υποστήριξη των Αλβανών στο Κοσσυφοπέδιο κατά της Γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης, όταν το δημόσιο αίσθημα στην Αλβανία τους υποστήριζε σταθερά.

Παρά τις κοινές τους ρίζες η οικονομία της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας ήταν πολύ διαφορετική από τις οικονομίες της Σοβιετικής Ένωσης και άλλων κομμουνιστικών χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, ιδιαίτερα μετά το σχίσμα Γιουγκοσλαβίας-Σοβιετικής Ένωσης το 1948. Αν και σε τελική ανάλυση ανήκαν στο κράτος, οι Γιουγκοσλαβικές εταιρείες διευθύνονταν συλλογικά από τους ίδιους τους εργαζόμενους, σε μεγάλο βαθμό όπως τα ισραηλινά κιμπούτς και οι αναρχικοί εργοστασιακοί συνεταιρισμοί της Επαναστατικής (1936-1939) της Καταλονίας. Η κατοχή και ο απελευθερωτικός αγώνας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο άφησαν κατεστραμμένες τις υποδομές της Γιουγκοσλαβίας. Ακόμη και τα πιο ανεπτυγμένα τμήματα της χώρας ήταν σε μεγάλο βαθμό αγροτικά και η ελαφρά βιομηχανία που είχε η χώρα είχε υποστεί σοβαρές ζημιές ή καταστραφεί ολοσχερώς.

Η ανεργία ήταν ένα χρόνιο πρόβλημα για τη Γιουγκοσλαβία.[73] Τα ποσοστά ανεργίας ήταν πάντα μεταξύ των υψηλότερων στην Ευρώπη και δεν έφθασαν σε κρίσιμα επίπεδα πριν από τη δεκαετία του '80 μόνο λόγω της βαλβίδας ασφαλείας της αποστολής εκατομμυρίων εργαζομένων στις προηγμένες βιομηχανικές χώρες της Δυτικής Ευρώπης[74]. Η αποδημία των Γιουγκοσλάβων που αναζητούσαν εργασία άρχισε τη δεκαετία του 1950, όταν διέσχιζαν παράνομα τα σύνορα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 η Γιουγκοσλαβία ήρε τους περιορισμούς στη μετανάστευση και ο αριθμός των μεταναστών αυξήθηκε ραγδαία, ιδιαίτερα στη Δυτική Γερμανία. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 το 20% του εργατικού δυναμικού της χώρας ή 1,1 εκατομμύρια εργαζόμενοι απασχολούνταν στο εξωτερικό.[75] Αυτό ήταν επίσης πηγή κεφαλαίων και ξένου νομίσματος για τη Γιουγκοσλαβία.

Λόγω της ουδετερότητας της Γιουγκοσλαβίας και του ηγετικού της ρόλου στο Κίνημα των Αδεσμεύτων οι Γιουγκοσλαβικές εταιρείες εξήγαγαν τόσο στη Δυτική όσο και στην Ανατολική αγορά και κατασκεύαζαν πολλές μεγάλες βιομηχανίες και άλλα έργα υποδομής στην Αφρική, την Ευρώπη και την Ασία.

Τη δεκαετία του 1970 η οικονομία αναδιοργανώθηκε σύμφωνα με τη θεωρία του Έντβαρντ Καρντέλι της συνεταιριστικής εργασίας, σύμφωνα με την οποία το δικαίωμα στη λήψη αποφάσεων και το μερίδιο στα κέρδη των διαχειριζόμενων από τους εργάτες βασιζόταν στην επένδυση της εργασίας. Όλες οι εταιρείες μετατράπηκαν σε οργανισμούς συνεταιριστικής εργασίας. Οι μικρότεροι, βασικοί οργανισμοί συνεταιριστικής εργασίας, αντιστοιχούσαν χονδρικά σε μια μικρή επιχείρηση ή ένα τμήμα μιας μεγάλης εταιρείας. Αυτοί οργανώνονταν σε επιχειρήσεις, που με τη σειρά τους συνεταιρίζονταν σε σύνθετους οργανισμούς συνεταιριστικής εργασίας, που μπορούσαν να είναι μεγάλες εταιρείες ή ακόμη και ολόκληροι βιομηχανικοί κλάδοι σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Οι περισσότερες λήψεις αποφάσεων βασίζονταν στις επιχειρήσεις, έτσι ώστε να συνεχίζουν να ανταγωνίζονται σε κάποιο βαθμό, ακόμη και όταν αποτελούσαν μέρος του ίδιου σύνθετου οργανισμού. Στην πράξη ο διορισμός διευθυντικών στελεχών και οι στρατηγικές πολιτικές των σύνθετων οργανισμών υπόκειντο συχνά, ανάλογα με το μέγεθός και τη σημασία τους, σε πολιτικές και προσωπικές επιρροές.

Προκειμένου να δοθεί σε όλους τους εργαζόμενους η ίδια πρόσβαση στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, οι βασικοί οργανισμοί συνεταιριστικής εργασίας εφαρμόστηκαν επίσης στις δημόσιες υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένης της υγείας και της εκπαίδευσης. Οι βασικοί οργανισμοί αποτελούντο συνήθως από μόνο λίγες δεκάδες ανθρώπων και είχαν δικά τους συμβούλια εργαζομένων, των οποίων η συγκατάθεση ήταν απαραίτητη για στρατηγικές αποφάσεις και διορισμό διευθυντικών στελεχών σε επιχειρήσεις ή δημόσιους οργανισμούς. Ωστόσο τα αποτελέσματα αυτών των μεταρρυθμίσεων δεν ήταν ικανοποιητικά. Υπήρχε υπερβολικός πληθωρισμός των μισθών, σημαντική υποβάθμιση των κεφαλαιακών εγκαταστάσεων και ελλείψεις στην κατανάλωση, ενώ το χάσμα εισοδήματος μεταξύ των φτωχότερων νότιων και των σχετικά εύπορων βόρειων περιοχών παρέμεινε αμετάβλητο[76]. Το σύστημα της αυτοδιαχείρισης διέγειρε την πληθωριστική οικονομία που χρειαζόταν για να το υποστηρίξει. Οι μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις λειτουργούσαν ως μονοπώλια με απεριόριστη πρόσβαση στα κεφάλαια που μοιράζονταν με πολιτικά κριτήρια[74]. Η πετρελαϊκή κρίση του 1973 μεγέθυνε τα οικονομικά προβλήματα, που η κυβέρνηση προσπάθησε να επιλύσει με εκτεταμένο εξωτερικό δανεισμό. Αν και οι ενέργειες αυτές είχαν ως αποτέλεσμα ένα αξιόλογο ρυθμό ανάπτυξης για μερικά χρόνια (το ΑΕΠ αυξανόταν με 5,1% ετησίως), η αύξηση αυτή ήταν μη βιώσιμη, καθώς το ποσοστό του εξωτερικού δανεισμού αυξανόταν με ετήσιο ρυθμό 20%[77].

Το επιδεινούμενο βιοτικό επίπεδο της Γιουγκοσλαβίας τη δεκαετίας του 1980 αντικατοπτριζόταν στα αυξανόμενα ποσοστά ανεργίας και τον πληθωρισμό. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 το ποσοστό ανεργίας στη Γιουγκοσλαβία ήταν πάνω από 17%, ενώ άλλο 20% ήταν υποαπασχολούμενοι. Το 60% των ανέργων ήταν τότε κάτω των 25 ετών. Το πραγματικό καθαρό προσωπικό εισόδημα μειώθηκε κατά 19,5%[73]. Το ονομαστικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Γιουγκοσλαβίας σε τρέχουσες τιμές σε δολάρια ΗΠΑ ήταν 3.549 $ το 1990.[78] Η κεντρική κυβέρνηση προσπάθησε να μεταρρυθμίσει το σύστημα αυτοδιαχείρισης και να δημιουργήσει μια ανοικτή οικονομία της αγοράς με σημαντική κρατική ιδιοκτησία μεγάλων βιομηχανιών, αλλά οι απεργίες σε μεγάλα εργοστάσια και ο υπερπληθωρισμός απέτρεψαν την πρόοδο.[76] Οι Γιουγκοσλαβικοί πόλεμοι και η επακόλουθη απώλεια αγοράς καθώς και η κακοδιαχείριση και / ή η αδιαφάνεια των ιδιωτικοποιήσεων έφεραν περαιτέρω οικονομικά προβλήματα σε όλες τις πρώην δημοκρατίες της Γιουγκοσλαβίας τη δεκαετία του 1990.

Νόμισμα της Γιουγκοσλαβίας ήταν το Γιουγκοσλαβικό δηνάριο.

Η Γιουγκοσλαβική οικονομία το 1990 σε αριθμούς: [80]

Ποσοστό πληθωρισμού (τιμές καταναλωτή): 2.700% (1989)

Ποσοστό ανεργίας: 15% (1989)

ΑΕΠ: 129,5 δισεκατομμύρια δολάρια, κατά κεφαλήν 5,464 δολάρια, πραγματικός ρυθμός ανάπτυξης - 1,0% (1989)

Προϋπολογισμός: έσοδα 6,4 δισ. δαπάνες ύψους 6,4 δισ. δολαρίων, συμπεριλαμβανομένων των κεφαλαιουχικών δαπανών $ NA (1990)

Εξαγωγές: 13,1 δισεκατομμύρια δολάρια (1988). εμπορεύματα - πρώτες ύλες και ημικατεργασμένες 50%, καταναλωτικά αγαθά 31%, κεφαλαιουχικά αγαθά και εξοπλισμός 19%.

Εισαγωγές: 13,8 δισ. Δολάρια (c.i.f., 1988). εμπορεύματα - πρώτες ύλες και ημικατεργασμένες 79%, κεφαλαιουχικά αγαθά και εξοπλισμός 15%, καταναλωτικά αγαθά 6%.

Εξωτερικό χρέος: 17,0 δισ. Δολάρια, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα (1989)

Ηλεκτρισμός: Ισχύς 21.000.000 kW. Παραγωγή 87,100 εκατομμύρια kWh, 3,650 kWh κατά κεφαλήν (1989)

Μεταφορές και επικοινωνίες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρόλο που ήταν κομμουνιστική χώρα, μετά το σχίσμα Τίτο-Στάλιν η Γιουγκοσλαβία ξεκίνησε μια περίοδο στρατιωτικής ουδετερότητας και μη δέσμευσης. Οι αεροπορικές εταιρείες της εφοδιάζονταν τόσο από την Ανατολή όσο και τη Δύση. Η JAT Yugoslav Airlines έγινε ο κρατικός αερομεταφορέας απορροφώντας την προηγούμενη εταιρεία Aeroput. Ενόσω λειτουργούσε έγινε μια από τις κορυφαίες αεροπορικές εταιρείες στην Ευρώπη τόσο σε στόλο όσο και σε προορισμούς. Ο στόλος της περιελάμβανε τα περισσότερα είδη δυτικών αεροσκαφών και οι προορισμοί περιλάμβαναν και τις 5 ηπείρους. Τη δεκαετία του 1970 δημιουργήθηκαν περισσότερες αεροπορικές εταιρείες, και συγκεκριμένα οι Aviogenex, Adria Airways και Pan Adria Airways εστιασμένες κυρίως στην αναπτυσσόμενη τουριστική βιομηχανία. Το αεροδρόμιο της πρωτεύουσας Βελιγραδίου έγινε περιφερειακός κόμβος παρέχοντας πτήσεις, είτε από την εθνική αεροπορική εταιρεία JAT, είτε από άλλες, σε όλους τους σημαντικούς προορισμούς σε όλο τον κόσμο. Οι περισσότερες διεθνείς πτήσεις περιλαμβάνουν στάση στο Αεροδρόμιο του Ζάγκρεμπ, το δεύτερο αεροδρόμιο της χώρας σε χωρητικότητα επιβατών και φορτίου. Όλα τα δευτερεύοντα αεροδρόμια, όπως του Σαράγεβο, των Σκοπίων ή της Λιουμπλιάνας, συνδέονταν άμεσα με διεθνείς πτήσεις μέσω του Βελιγραδίου ή του Ζάγκρεμπ και αναπτύχθηκαν αρκετοί τουριστικοί προορισμοί, όπως το Ντουμπρόβνικ, το Σπλιτ, η Ριέκα, η Οχρίδα, το Τίβατ και άλλοι.

Το σιδηροδρομικό δίκτυο στη Γιουγκοσλαβία το λειτουργούσαν οι Γιουγκοσλαβικοί Σιδηρόδρομοι. Μεγάλο μέρος της υποδομής κληρονομήθηκε από την περίοδο πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η περίοδος ΣΟΔΓ χαρακτηρίστηκε από την επέκταση και την ηλεκτροδότηση των γραμμών. Ηλεκτρικές και ντιζελομηχανές εισήχθησαν σε μεγάλο αριθμό από τη δεκαετία του 1960 και μετά. Μεγάλο μέρος του αρχικού τροχαίου υλικού είχε κατασκευαστεί στην Ευρώπη, ενώ με την πάροδο του χρόνου αντικαταστάθηκε από εγχώριες μηχανές, κυρίως της Rade Končar και από βαγόνια, κυρίως της GOŠA. Τα δύο κύρια έργα κατά την περίοδο της ΣΟΔΓ ήταν η ηλεκτροδότηση της γραμμής Ζάγκρεμπ-Βελιγραδίου και η κατασκευή της δύσκολης γραμμής Βελιγραδίου-Μπαρ.

Πυρήνας του οδικού δικτύου της Γιουγκοσλαβίας ήταν ο Αυτοκινητόδρομος Αδελφοσύνης και Ενότητας, που εκτεινόταν σε μήκος 1.182 χιλιομέτρων[79], από τα Αυστριακά σύνορα στο Ράτετσε κοντά στην Κράνσκα Γκόρα στα βορειοδυτικά μέσω της Λιουμπλιάνας, του Ζάγκρεμπ, του Βελιγραδίου και των Σκοπίων στη Γευγελή στα Ελληνικά σύνορα στα νοτιοανατολικά. Ήταν ο κύριος σύγχρονος αυτοκινητόδρομος της χώρας, που συνέδεε τέσσερις από τις δημοκρατίες της. Ήταν αυτοκινητόδρομος πρωτοπόρος στην Κεντρική-Ανατολική Ευρώπη και η κύρια σύνδεση της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης με τη Νοτιοανατολική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. Η κατασκευή του άρχισε με πρωτοβουλία του Προέδρου Τίτο. Το πρώτο τμήμα μεταξύ του Ζάγκρεμπ και του Βελιγραδίου κατασκευάστηκε από τον Γιουγκοσλαβικό Λαϊκό Στρατό και τις εθελοντικές Εργατικές Δράσεις Νεολαίας και ξεκίνησε το 1950. Το τμήμα μεταξύ Λιουμπλιάνας και Ζάγκρεμπ κατασκευάστηκε από 54.000 εθελοντές σε λιγότερο από οκτώ μήνες το 1958.[80]

Θαλάσσιες και ποτάμιες μεταφορές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με τις εκτεταμένες ακτές της στην Αδριατική Θάλασσα η Γιουγκοσλαβία διέθετε αρκετά μεγάλα λιμάνια όπως το Σπλιτ, η Ριέκα, το Μπαρ και η Πούλα. Λειτουργούσαν δρομολόγια επιβατηγών φερυ-μπότ που συνέδεαν Γιουγκοσλαβικά λιμάνια με αρκετά αντίστοιχα στην Ιταλία και την Ελλάδα.

Όσον αφορά τα ποτάμια ο Δούναβης ήταν πλωτός σε όλο το μήκος του στη Γιουγκοσλαβία, συνδέοντας τα λιμάνια του Βελιγραδίου, του Νόβι Σαντ και του Βούκοβαρ με την Κεντρική Ευρώπη και τη Μαύρη Θάλασσα. Μεγάλα τμήματα των ποταμών Σάβου, Δράβου και Τίσα ήταν επίσης πλωτά.

Αστικές μεταφορές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μαζί με την έντονη αστική ανάπτυξη, οι αστικές συγκοινωνίες στη Γιουγκοσλαβία αναπτύχθηκαν σημαντικά σε όλες τις πρωτεύουσες των δημοκρατιών και στις μεγάλες πόλεις. Δίκτυα αστικών λεωφορείων υπήρχαν σε όλες τις πόλεις, ενώ πολλές διέθεταν επίσης τρόλεϊ και τραμ. Παρά το γεγονός ότι έχει σχεδιαζόταν επί δεκαετίες, το μετρό του Βελιγραδίου δεν υλοποιήθηκε ποτέ και το Βελιγράδι παρέμεινε η σημαντικότερη πρωτεύουσα στην Ευρώπη που δεν έχει μετρό. Αντ 'αυτού, οι αρχές της πόλης του Βελιγραδίου επέλεξαν την ανάπτυξη των αστικών σιδηροδρομικών μεταφορών, Beovoz, και ένα εκτεταμένο δίκτυο τραμ, λεωφορείων και τρόλεϊ. Εκτός από την πρωτεύουσα Βελιγράδι και άλλες πόλεις ανέπτυξαν και δίκτυα τραμ. Οι υποδομές τραμ στη Γιουγκοσλαβία περιελάμβανε:

Στο Βασίλειο της Ιταλίας υπήρχε επίσης τραμ στην Οπάτιγια και στην Πούλα στην επαρχία της Ίστριας, μετά την παραχώρησή της στη Γιουγκοσλαβία το 1947 (de facto 1945).

Ραδιόφωνο και τηλεόραση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Ευρωπαϊκής Ραδιοτηλεοπτικής Ένωσης, η Γιουγκοσλαβική Ραδιοτηλεόραση, γνωστή ως JRT, ήταν ο εθνικός δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός φορέας της Γιουγκοσλαβίας. Αποτελείτο από οκτώ υποεθνικά ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά κέντρα με έδρα τους σε μια από τις έξι δημοκρατίες και τις δύο αυτόνομες επαρχίες. Κάθε τηλεοπτικό κέντρο έκανε το δικό του προγραμματισμό ανεξάρτητα, και μερικά από αυτά λειτουργούσαν αρκετά κανάλια. Αυτά τα υποεθνικά τηλεοπτικά κέντρα έγιναν οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς των πρόσφατα ανεξάρτητων κρατών, με αλλαγμένα ονόματα, μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.

Το ραδιόφωνο του Ζάγκρεμπ άρχισε να εκπέμπει στις 15 Μαΐου 1926 και ήταν το πρώτο δημόσιο ραδιόφωνο στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Την 30η επέτειο από την ίδρυση του ραδιοφωνικού σταθμού του Ζάγκρεμπ, στις 15 Μαΐου 1956, μεταδόθηκε το πρώτο τηλεοπτικό πρόγραμμα. Αυτός ήταν ο πρώτος τηλεοπτικός σταθμός στη Γιουγκοσλαβία και αργότερα έγινε έγχρωμος το 1972. Το ΡΤ Βελιγράδι και το ΡΤ Λιουμπλιάνα άρχισαν να εκπέμπουν τα τηλεοπτικά τους προγράμματα δύο χρόνια αργότερα, το 1958.

Η ΣΟΔΓ αναγνώριζε χωριστά τα "έθνη" (narodi) και "εθνικότητες" (narodnosti). Τα πρώτα περιλάμβαναν τους ιδρυτικούς του κράτους Νότιους Σλαβικούς λαούς (Κροάτες, Μακεδόνες, Μαυροβούνιοι, Μουσουλμάνοι (από το 1971), Σέρβοι και Σλοβένοι), ενώ οι δεύτερες συμπεριέλαβαν και άλλες Σλαβικές και μη εθνοτικές ομάδες όπως οι Βούλγαροι, οι Τσέχοι, οι Ρουθηνοί και οι Σλοβάκοι (Σλαβικοί) ή Αλβανοί, Γερμανοί, Ούγγροι, Ιταλοί και Τούρκοι (μη Σλαβικοί). Περίπου ένα σύνολο 26 γνωστών μεγάλων εθνοτικών ομάδων ζούσαν στη Γιουγκοσλαβία, συμπεριλαμβανομένων των Ρομά.

Υπήρχε επίσης ένας εθνοτικός προσδιορισμός Γιουγκοσλάβος, για τους ανθρώπους που ήθελαν να ταυτιστούν με ολόκληρη τη χώρα, συμπεριλαμβανομένων ανθρώπων που είχαν γεννηθεί από μικτούς γάμους.

Οι βασικές εθνότητες ήταν οι εξής:

Εθνοτικός χάρτης της Γιουγκοσλαβίας του 1991.
Eθνοτική σύνθεση της Γιουγκοσλαβίας το 1981
Σέρβοι
  
36.3%
Κροάτες
  
19.7%
Μποσνιάκοι
  
8.9%
Σλοβένοι
  
7.8%
Αλβανοί
  
7.7%
Σλαβομακεδόνες
  
6.0%
Γιουγκοσλάβοι
  
5.4%
Μαυροβούνιοι
  
2.6%
Ούγγροι
  
1.9%
Ρομά
  
0.7%
Τούρκοι
  
0.5%
Σλοβάκοι
  
0.4%
Ρουμάνοι
  
0.2%
Βούλγαροι
  
0.2%
Ιταλοί
  
0.1%
άλλοι/απροσδιόριστοι
  
1.7%

Αυτά είναι τα στοιχεία δύο Γιουγκοσλαβικών απογραφών (1971 and 1981).Οι εθνοτικές ομάδες που θεωρούντο συστατικές (που αναφέρονται ρητά στο σύνταγμα και δεν θεωρούνται μειονότητα ή μετανάστες) εμφανίζονται με έντονα στοιχεία.

Εθνότητα 1971 % 1981 %
Σέρβοι 8,143,246 39.7% 8,136,578 36.3%
Κροάτες 4,526,782 22.1% 4,428,135 19.7%
Μποσνιάκοι 1,729,932 8.4% 2,000,034 8.9%
Σλοβένοι 1,678,032 8.2% 1,753,605 7.8%
Αλβανοί[81] 1,309,523 6.4% 1,731,252 7.7%
Σλαβομακεδόνες[82] 1,194,784 5.8% 1,341,420 6.0%
Γιουγκοσλάβοι 273,077 1.3% 1,216,463 5.4%
Μαυροβούνιοι[83] 508,843 2.5% 577,298 2.6%
Ούγγροι[84] 477,374 2.3% 426,865 1.9%
Ρομά[85] 78,485 0.4% 148,604 0.7%
Τούρκοι 127,920 0.6% 101,328 0.5%
Σλοβάκοι 83,656 0.4% 80,300 0.4%
Ρουμάνοι 58,570 0.3% 54,721 0.2%
Βούλγαροι 58,627 0.3% 36,642 0.2%
Βλάχοι 21,990 0.1% 32,071 0.1%
Ρουθηνοί 24,640 0.1% 23,320 0.1%
Τσέχοι 24,620 0.1% 19,609 0.1%
Ιταλοί 21,791 0.1% 15,116 0.1%
Ουκρανοί 13,972 0.1% 12,716 0.1%
Γερμανοί 12,875 0.1% ? ?
Ρώσοι 7,427 ? ?
Εβραίοι 4,811 ? ?
Πολωνοί 4,033 ? ?
Έλληνες 1,564 ? ?
άλλοι/απροσδιόριστοι 136,398 0.6% 302,254 1.5%
σύνολο 20,522,972 100.0% 22,438,331 100.00%

Δημοκρατίες με σειρά πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Πληθυσμός της Γιουγκοσλαβίας κατά δημοκρατίες και επαρχίες το 1991
ΣΔ Σερβίας
  
40.9%
κυρίως Σερβία
  
24.0%
ΣΔ Κροατίας
  
20.6%
ΣΔ Βοσνίας και Ερζεγοβίνης
  
18.8%
ΣΔ Μακεδονίας
  
8.8%
ΣΑΕ Βοϊβοντίνας
  
8.6%
ΣΑΕ Κοσσυφοπεδίου
  
8.4%
ΣΔ Σλοβενίας
  
8.2%
ΣΔ Μαυροβουνίου
  
2.6%

Τα πληθυσμιακά είναι από την απογραφή του 1991 και εκτιμήσεις του 2017.

Σειρά Δημοκρατία/Επαρχία Πληθυσμός 1991 % Πυκνότητα Πληθυσμός 2017 %
1 Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Σερβίας 9,506,174 40.9% 114.0 7,040,272b 32.81%
--- κυρίως Σερβία 5,582,611 24.0% 99.4 5,108,463 23.81%
2 Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Κροατίας 4,784,265 20.6% 84.6 4,154,200 19.36%
3 Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης 4,377,053 18.8% 85.6 3,531,159c 16.46%
4 Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας 2,033,964 8.8% 79.1 2,103,721 9.80%
--- Σοσιαλιστική Αυτόνομη Επαρχία της Βοϊβοδίνας 1,996,367 8.6% 92.8 1,931,809 a 9.00%
--- Σοσιαλιστική Αυτόνομη Επαρχία του Κοσσυφοπεδίου 1,956,196 8.4% 183.1 1,920,079 8.95%
5 Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Σλοβενίας 1,913,355 8.2% 94.5 2,065,895 9.63%
6 Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Μαυροβουνίου 615,035 2.6% 44.5 642,550 2.99%
Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας 23,229,846 100% 92.6 21,457,875 100%

a απογραφή 2011

b περιλαμβάνει την κυρίως Σερβία και τη Βοϊβοντίνα αλλά όχι το Κοσσυφοπέδιο

c απογραφή 2013

Δημοκρατίες με σειρά πυκνότητας πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Πυκνότητα πληθυσμού της Γιουγκοσλαβίας κατά δημοκρατίες και επαρχίες το 1991
ΣΑΕ Koσσυφοπεδίου
  
183.1
ΣΔ Σερβίας
  
114.0
κυρίως Σερβία
  
99.4
ΣΔ Σλοβενίας
  
94.5
ΣΑΕ Βοϊβοντίνας
  
92.8
ΣΟΔ Γιουγκοσλαβίας
  
92.6
ΣΔ Boσνίας και Ερζεγοβίνης
  
85.6
ΣΔ Κροατίας
  
84.6
ΣΔ Μακεδονίας
  
79.1
ΣΔ Μαυροβουνίου
  
44.5
Σειρά Δημοκρατία/Επαρχία Πληθυσμός Εκταση (km²) Πυκνότητα
--- ΣΑΕ Κοσσυφοπεδίου 1,956,196 10,686 183.1
1 ΣΔ Σερβίας 9,506,174 83,361 114.0
--- κυρίως Σερβία 5,582,611 56,169 99.4
2 ΣΔ Σλοβενίας 1,913,355 20,246 94.5
--- ΣΑΕ Βοϊβοντίνας 1,996,367 21,506 92.8
3 ΣΔ Βοσνίας και Ερζεγοβίνης 4,377,053 51,129 85.6
4 ΣΔ Κροατίας 4,784,265 56,524 84.6
5 ΣΔ Μακεδονίας 2,033,964 25,713 79.1
6 ΣΔ Μαυροβουνίου 615,035 13,810 44.5
Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας 23,229,846 250,790 92.6

Ο πληθυσμός της Γιουγκοσλαβίας μιλούσε κυρίως τρεις γλώσσες: Σερβοκροατικά, Σλοβενικά και Σλαβομακεδονικά[86]. Η Σερβοκροατική γλώσσα μιλιόταν από τους πληθυσμούς στις ομοσπονδιακές δημοκρατίες της ΣΔ Σερβίας, τηςΣΔ Κροατίας, της ΣΔ Βοσνίας και Ερζεγοβίνης και της ΣΔ Μαυροβουνίου - συνολικά 12.390.000 άτομα στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Η Σλοβενική μιλιόταν​​ από περίπου 2.000.000 κατοίκους της ΣΔ Σλοβενίας, ενώ η Σλαβομακεδονική από 1.210.000 κατοίκους της ΣΔ Μακεδονίας. Οι εθνικές μειονότητες χρησιμοποιούσαν επίσης τις δικές τους γλώσσες, 506.000 μιλούσαν Ουγγρικά (κυρίως στη ΣΑΕ Βοϊβοντίνας) και 2.000.000 μιλούσαν αλβανικά στη ΣΔ Σερβίας(κυρίως στη ΣΑΕ Κοσσυφοπεδίου), στη ΣΔ Μακεδονίας και στη ΣΔ Μαυροβουνίου. Η Τουρκική, η Ρουμανική (κυρίως στη ΣΑΕ Βοϊβοντίνας) και η Ιταλική (κυρίως στην Ίστρια και σε τμήματα της Δαλματίας) ομιλούντο επίσης σε μικρότερο βαθμό[86]. Οι Αλβανοί της Γιουγκοσλαβίας, σχεδόν αποκλειστικά Γκέγκηδες, επέλεξαν να χρησιμοποιούν την ενιαία λογοτεχνική γλώσσα της Αλβανίας, βασισμένη κατά κύριο λόγο στην Toσκική Αλβανική (διαφορετική διάλεκτο), για πολιτικούς λόγους.[87] [88]

Οι τρεις κύριες γλώσσες ανήκουν όλες στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών γλωσσών και είναι επομένως παρόμοιες, επιτρέποντας στους περισσότερους ανθρώπους από διαφορετικές περιοχές να κατανοούν ο ένας το άλλον. Οι περισσότεροι διανοούμενοι ήταν εξοικειωμένοι και με τις τρεις γλώσσες, ενώ και οι λιγότερο μορφωμένοι από τη ΣΔ Σλοβενίας ​​και τη ΣΔ Μακεδονίας είχαν την ευκαιρία να μάθουν τη Σερβοκροατική γλώσσα κατά την υποχρεωτική θητεία τους στον ομοσπονδιακό στρατό. Η ίδια η Σερβοκροατική αποτελείται από τρεις διαλέκτους, τη Στοκαβιανή, την Καϊκαβιανή και την Τσακαβιανή, ενώ η πρώτη χρησιμοποιείται ως τυπική επίσημη διάλεκτος της γλώσσας. Η επίσημη Σερβοκροατική (Στοκαβιανή), είχε δύο παρόμοιες παραλλαγές, την Κροατική (Δυτική) και τη Σερβική (Ανατολική), με μικρές μεταξύ τους διαφορές.[86]

Στη Γιουγκοσλαβία χρησιμοποιούντο δύο αλφάβητα: το Λατινικό και το Κυριλλικό. Και τα δύο αλφάβητα τροποποιήθηκαν για να χρησιμοποιηθούν από τη Σερβοκροατική γλώσσα τον 19ο αιώνα, έτσι το Σερβοκροατικό Λατινικό αλφάβητο είναι πιο γνωστό ως Λατινικό αλφάβητο του Γκάι, ενώ το Κυριλλικό αναφέρεται ως Σερβικό Κυριλλικό αλφάβητο. Η Σερβοκροατική χρησιμοποιεί και τα δύο αλφάβητα, η Σλοβενική μόνο το Λατινικό και οι Σλαβομακεδόνες μόνο το Κυριλλικό. Βοσνιακές και Κροατικές παραλλαγές της γλώσσας χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά το Λατινικό, ενώ η Σερβική παραλλαγή τόσο το Λατινικά όσο και το Κυριλλικά [86].

Η μικρή αύξηση ή και μείωση του πληθυσμού στην πρώην Γιουγκοσλαβία αντανακλούσε το υψηλό επίπεδο μετανάστευσης. Ακόμη και πριν από τη διάλυση της χώρας, κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, η Γιουγκοσλαβία ήταν μία από τις σημαντικότερες «πηγές» της διεθνούς μετανάστευσης. Σημαντική χώρα υποδοχής ήταν η Ελβετία, προορισμός συνολικού αριθμού 500.000 μεταναστών, που σήμερα αποτελούν πάνω από το 6% του συνολικού πληθυσμού της Ελβετίας. Ανάλογη ήταν η μετανάστευση στη Γερμανία, την Αυστραλία, τη Σουηδία και τη Βόρεια Αμερική.

Οι ένοπλες δυνάμεις της ΣΟΔΓ Γιουγκοσλαβίας αποτελούνταν από τον Γιουγκοσλαβικό Λαϊκό Στρατό (Jugoslovenska narodna armija, JNA), την Περιφερειακή Άμυνα (TO), την Πολιτική Άμυνα (CZ) και τη Milicija (αστυνομία) κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η Σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβία διατήρησε ισχυρή στρατιωτική δύναμη. Ο JNA ήταν ο κύριος οργανισμός των στρατιωτικών δυνάμεων μαζί με τα απομεινάρια του βασιλικού Γιουγκοσλαβικού στρατού και απαρτιζόταν από τον στρατό ξηράς, το ναυτικό και την αεροπορία. Στρατιωτικά η Γιουγκοσλαβία είχε πολιτική αυτάρκειας. Λόγω της ουδέτερης και αδέσμευτης πολιτικής της, καταβλήθηκαν προσπάθειες για την ανάπτυξη της στρατιωτικής βιομηχανίας της χώρας ώστε να καλύπτει τις ανάγκες των ενόπλων δυνάμεών της, ακόμη και για εξαγωγές. Το μεγαλύτερο μέρος του στρατιωτικού εξοπλισμού της ήταν εγχώριας παραγωγής, ενώ μέρος του εισαγόταν τόσο από την Ανατολή όσο και από τη Δύση.

Ο τακτικός στρατός προερχόταν κυρίως από τους Γιουγκοσλάβους Παρτιζάνους του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Γιουγκοσλαβία είχε μια ευημερούσα βιομηχανία όπλων και έκανε εξαγωγές σε κράτη όπως το Κουβέιτ, το Ιράκ και η Βιρμανία, συμπεριλαμβανομένου και ορισμένων σθεναρά αντικομμουνιστικών καθεστώτων όπως η Γουατεμάλα). Γιουγκοσλαβικές εταιρείες όπως η Zastava Arms παρήγαν όπλα σχεδιασμένα και με άδεια από τη Σοβιετική Ένωση, ενώ παράλληλα κατασκεύαζαν δικά τους όπλα, από αστυνομικά πιστόλια ως αεροπλάνα. Το SOKO ήταν ένα παράδειγμα επιτυχημένου σχεδιασμού στρατιωτικών αεροσκαφών από τη Γιουγκοσλαβία πριν από τους Γιουγκοσλαβικούς πολέμους.

Εκτός από τον ομοσπονδιακό στρατό κάθε μια από τις έξι δημοκρατίες είχε τις δικές της αντίστοιχες Περιφερειακές Αμυντικές Δυνάμεις. Ηταν μια εθνοφρουρά, καθιερωμένη στο πλαίσιο ενός νέου στρατιωτικού δόγματος, της «Γενικής Λαϊκής Άμυνας», ως απάντηση στο βίαιο τέλος της Άνοιξης της Πράγας από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία το 1968. Ηταν οργανωμένη σε επίπεδο δημοκρατίας, αυτόνομης επαρχίας, δήμου και τοπικής κοινότητας.

Όταν η Γιουγκοσλαβία διαλύθηκε ο στρατός διασπάστηκε σε εθνικές ενότητες και από το 1991-92 οι Σέρβοι αποτελούσαν σχεδόν όλο τον στρατό καθώς κάθε ξεχωριστό κράτος σχημάτισε το δικό του.

Η Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου
Το κεντρικό κτίριο Πανεπιστημίου της Λιουμπλιάνα

Το Πανεπιστήμιο του Ζάγκρεμπ (ιδρ. 1669), το Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου (ιδρ. 1808) και το Πανεπιστήμιο της Λιουμπλιάνα (ιδρ. 1919) υπήρχαν ήδη πριν από τη δημιουργία της Σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας. Μεταξύ του 1945 και του 1992 ιδρύθηκαν πολλά πανεπιστήμια σε ολόκληρη τη χώρα:[89]

  • Πανεπιστήμιο του Σαράγεβο (1949)
  • Πανεπιστήμιο των Σκοπίων (1949)
  • Πανεπιστήμιο του Νόβι Σαντ (1960)
  • Πανεπιστήμιο της Νις (1965)
  • Πανεπιστήμιο της Πρίστινα (1970)
  • Πανεπιστήμιο Τεχνών στο Βελιγράδι (1973)
  • Πανεπιστήμιο της Ριέκα (1973)
  • Πανεπιστήμιο του Σπλιτ (1974)
  • Πανεπιστήμιο του Τίτογκραντ (1974)
  • Πανεπιστήμιο της Μπάνια Λούκα (1975)
  • Πανεπιστήμιο του Μάριμπορ (1975)
  • Πανεπιστήμιο του Όσιγιεκ (1975)
  • Πανεπιστήμιο του Κραγκούγιεβατς (1976)
  • Πανεπιστήμιο της Τούζλα (1976)
  • Πανεπιστήμιο της Μπίτολα (1979)

Πριν από την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας τη δεκαετία του 1990 η χώρα ήταν μια σύγχρονη πολυπολιτισμική κοινωνία. Ιδιαίτερη έμφαση δινόταν στην έννοια της αδελφοσύνης και της ενότητας και στη μνήμη της νίκης των κομμουνιστών Γιουγκοσλάβων Παρτιζάνων εναντίον των φασιστών και των εθνικιστών ως αναγέννηση του Γιουγκοσλαβικού λαού, μολονότι όλες οι μορφές τέχνης άνθιζαν ελεύθερα σε αντίθεση με άλλες σοσιαλιστικές χώρες. Στην ΣΟΔΓ η ιστορία της Γιουγκοσλαβίας κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν πανταχού παρούσα και απεικονιζόταν ως αγώνας όχι μόνο μεταξύ της Γιουγκοσλαβίας και των δυνάμεων του Άξονα, αλλά ως αγώνας μεταξύ του καλού και του κακού μέσα στη Γιουγκοσλαβία με τους πολυεθνικούς Γιουγκοσλάβους Παρτιζάνους να εμφανίζονται ως "οι καλοί" Γιουγκοσλάβοι που αγωνίστηκαν εναντίον των χειραγωγημένων "κακών" Γιουγκοσλάβων - των Κροατών Ούστασε και των Σέρβων Τσέτνικ[90] Η ΣΟΔΓ παρουσιαζόταν στον λαό της ως ηγέτης του Κινήματος των Δεσμεύτων και αφιερωμένη στη δημιουργία ενός δίκαιου, αρμονικού, μαρξιστικού κόσμου[91]. Οι καλλιτέχνες από διαφορετικές εθνότητες της χώρας ήταν δημοφιλείς μεταξύ των άλλων εθνοτήτων και η κινηματογραφική της βιομηχανία απέφευγε τις εθνικιστικές υπερβολές μέχρι τη δεκαετία του 1990.[92] Σε αντίθεση με άλλες σοσιαλιστικές κοινωνίες η Γιουγκοσλαβία ήταν πολύ ανεκτική σε όλα τα είδη τέχνης, ακόμη και στα κρίσιμα, και αυτό έκανε τη Γιουγκοσλαβία φαίνεται ως ελεύθερη χώρα παρά το μονοκομματικό της καθεστώς.

Ίβο Άντριτς, βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1961.

Μερικοί από τους πιο εξέχοντες Γιουγκοσλάβους συγγραφείς ήταν ο Νομπελίστας Ίβο Άντριτς, ο Μίροσλαβ Κρλέζα, ο Μέσα Σελίμοβιτς, ο Μπράνκο Τσόπιτς, ο Μακ Ντίζνταρ και άλλοι.

Εικαστικές τέχνες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αξιοσημείωτοι ζωγράφοι ήταν οι Τζόρτζε Αντρέγεβιτς Κουν, Πέταρ Λούμπαρντα, Μέρσαντ Μπέρμπερ, Μίλιτς οντ Μάτσβε και άλλοι. Διάσημος γλύπτης ήταν ο Αντουν Αουγκούστιντιτς, που έργο του είναι μνημείο μπροστά από την Έδρα των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη.

Στο Γιουγκοσλαβικό κινηματογράφο θήτευσαν οι σημαντικοί ηθοποιοί Ντανίλο Στοϊκοβιτς, Λιούμπα Τάντιτς, Φάμπιαν Σοβάγκοβιτς, Μουσταφά Ναντάρεβιτς, Μπάτα Ζιβογίνοβιτς, Μπόρις Ντβόρνικ, Λιούμπισα Σάμαρντζιτς, Ντράγκαν Νίκολιτς, Πάβλε Βούισιτς, Mίρα Μπάνιατς, Στέβο Ζίγκον, Βόγια Μπράγιοβιτς, Μίκι Μανόιλοβιτς, Σβετλάνα Μποΐκοβιτς, Μιλάνο Μαντογιώβιτς, Στότλα Μπόκοβιτς, Μιόντραγκ Πέτροβιτς Σκάλια, Ζόραν Ραντμίλοβιτς, Μίλαν Γκούτοβιτς, Μιλένα Ντράβιτς, Μπεκίμ Φεχμίου, Νέντα Αμεριτς, Ράντε Σερμνπέτζιγια, Μίρα Φουρλάν, Ένα Μπέγκοβιτς και άλλους. Αντίστοιχα οι σκηνοθέτες Εμίρ Κουστουρίτσα, Ντούσαν Μακαβέγεφ, Γκόραν Μάρκοβιτς, Λόρνταν Ζαφράνοβιτς, Γκόραν Παασκάλιεβιτς, Ζίβογιν Πάβλοβιτς και Χαϊρουντίν Κρβάβατς. Πολλές γιουγκοσλαβικές ταινίες περιελάμβαναν διάσημους ξένους ηθοποιούς όπως ο Όρσον Γουέλς, ο Σεργκέι Μπονταρτσούκ, ο Φράνκο Νέρο και ο Γιουλ Μπρίνερ στη βραβευμένη με Όσκαρ ταινία Η Μάχη του Νερέτβα και ο Ρίτσαρντ Μπάρτον στη Σουτιέσκα. Επίσης πολλές ξένες ταινίες γυρίστηκαν σε τοποθεσίες της Γιουγκοσλαβίας με τη συμμετοχή ντόπιων, όπως οι Force 10 from Navarone, Armour of God και Escape from Sobibor.

Παραδοσιακή μουσική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διάσημοι καλλιτέχνες παραδοσιακής μουσικής ήταν το βραβευμένο σύνολο Τάνεκ, η Έσμα Ρετζέποβα της τσιγγάνικης μουσικής και άλλοι.

Ένα πολύ δημοφιλές είδος στη Γιουγκοσλαβία, που επίσης εξήχθη σε άλλες γειτονικές χώρες και επίσης δημοφιλές μεταξύ της γιουγκοσλαβικής διασποράς παγκοσμίως, ήταν η Νάροντνα μούζικα. Τη σλοβενική πιο δημοφιλή παραδοσιακή μουσική έπαιζαν οι αδελφοί Αβσενικ (Ansambel bratov Avsenik) και ο Λόιζε Σλακ. Η παραδοσιακή μουσική εμφανίστηκε δυναμικά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, ενώ τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 εμφανίστηκε το λεγόμενο novokomponovana Muzika στυλ εμφανίστηκε και άνοιξε χώρο στο αμφιλεγόμενο τούρμπο - φόλκ στυλ. Η Λέπα Μπρένα τη δεκαετία του '80 έγινε η δημοφιλέστερη τραγουδίστρια της Γιουγκοσλαβίας και κορυφαία σε πωλήσεις με πάνω από 40 εκατομμύρια δίσκους. [93] [94] [95] Οι λαϊκοί καλλιτέχνες απολάμβαναν μεγάλη δημοτικότητα και είχαν σταθερή παρουσία στις εφημερίδες και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η γιουγκοσλαβική μουσική σκηνή με τα διάφορα είδη της είδη έγινε παγκοσμίως γνωστή, από την παραδοσιακή λαϊκή μουσική, μέχρι τη ροκ-ποπ, στην Ανατολική και, σε μικρότερο βαθμό, στη Δυτική Ευρώπη, και την τούρμπο - φόλκ ευρέως στις γειτονικές χώρες.

Ο πιανίστας Ιβο Πογκόρελιτς και ο βιολιστής Στέφαν Μιλένκοβιτς ήταν διεθνώς αναγνωρισμένοι ερμηνευτές κλασικής μουσικής, ενώ ο Γιάκοβ Γκότοβατς ήταν διακεκριμένος συνθέτης και μαέστρος.

Ως μέλος του Κινήματος των Αδεσμεύτων η Γιουγκοσλαβία ήταν πολύ πιο ανοιχτή στη δυτική κουλτούρα από ό, τι άλλες σοσιαλιστικές χώρες και η επηρεασμένη από τη Δύση ποπ μουσική, που ήταν κοινωνικά αποδεκτή και με ευρεία κάλυψη στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, με πολλές συναυλίες, μουσικά περιοδικά και ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές.

Η γιουγκοσλαβική ροκ σκηνή, που εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1950, ήταν μία από τις πιο ανεπτυγμένες και ποικίλες της Ευρώπης. Τα σημαντικότερα γιουγκοσλαβικά ροκ συγκροτήματα ήταν τα Atomsko Sklonište, Azra, Bajaga i Instruktori, Τζόρτζε Μπαλάσεβιτς, Bijelo Dugme, Buldožer, Crvena Jabuka, Ζντράβκο Τσόλιτς, Divlje Jagode, Ekatarina Velika, Električni Orgazam, Film, Galija, Haustor, Idoli, Indexi, Korni Grupa, KUD Idijoti, Laboratorija Zvuka, Lačni Franz, Laibach, Leb i Sol, Γιοσιπα Λισας, Pankrti, Paraf, Parni Valjak, Partibrejkers, Pekinška Patka, Plavi Orkestar, Prljavo Kazalište, Psihomodo Pop, Riblja Čorba, September, Smak, Šarlo Akrobata, Time, YU Grupa και Zabranjeno Pušenje. Η ΣΟΔΓ Γιουγκοσλαβίας ήταν η μόνη κομμουνιστική χώρα που συμμετείχε στο Διαγωνισμό Τραγουδιού της Eurovision, από το 1961, ακόμα και πριν από μερικά Δυτικά κράτη, με το συγκρότημα Riva να κερδίζει το 1989.

Αρχιτεκτονική κληρονομιά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρόλο που οι πόλεις και οι πόλεις της Γιουγκοσλαβίας έμοιαζαν αρχιτεκτονικά και ακολουθούσαν τους ρυθμούς της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, το πιο χαρακτηριστικό της περιόδου της ΣΟΔΓ ήταν η δημιουργία κτιρίων και συνοικιών μιας μπρουταλιστικής σοβιετικού στυλ αρχιτεκτονικής. Οι γιουγκοσλαβικές πόλεις επεκτάθηκαν σε μεγάλο βαθμό κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και η κυβέρνηση συχνά επέλεξε τη δημιουργία συνοικιών σχεδιασμένων κατά το σοβιετικό στυλ για να στεγάσει την αυξανόμενη εργαζόμενη μεσαία τάξη. Τέτοια χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι συνοικίες Nόβι Μπέογκραντ και Nόβι Ζάγκρεμπ στις δύο μεγάλες πόλεις.

Η ΟΛΔ / ΣΟΔΓ Γιουγκοσλαβίας ανέπτυξε μια ισχυρή αθλητική κοινότητα, κυρίως σε ομαδικά αθλήματα, όπως το ποδόσφαιρο, το μπάσκετ, το χάντμπολ, η υδατοσφαίριση και το βόλεϊ.

Το μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό επίτευγμα της χώρας ήταν σε επίπεδο συλλόγων με τον Ερυθρό Αστέρα Βελιγραδίου, που κέρδισε το Ευρωπαϊκό Κύπελλο Πρωταθλητριών 1990-1991, κερδίζοντας την Ολιμπίκ Μαρσέιγ στον τελικό που διεξήχθη στις 29 Μαΐου 1991. Αργότερα εκείνο το έτος, έγινε παγκόσμιος πρωταθλητής, κερδίζοντας την Κόλο-Κόλο 3 -0 στο Διηπειρωτικό Κύπελλο. Προγενέστερα ο Ερυθρός Αστέρας ήταν ήδη φιναλίστ του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ το 1979. Αλλος σύλλογος με έδρα το Βελιγράδι, η Παρτιζάν, ήταν φιναλίστ του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου το 1966 και η Ντιναμό Ζάγκρεμπ νικητής του Κυπέλλου Διεθνών Εκθέσεων του 1966-67. Εξάλλου η ΝΚ Τσέλικ Ζένιτσα (δύο φορές), ο Ερυθρός Αστέρας Βελιγραδίου, η Βοϊβοντίνα, η Παρτιζάν, η Ίσκρα Μπούγκοϊνο και η Μπόρατς Μπάνια Λούκα κέρδισαν το Μιτρόπα Καπ και η Βελέζ Μόσταρ, η Ριέκα, Ντιναμό Ζάγκρεμπ και η Ραντνίτσκι Νις κέρδισαν το Βαλκανικό Κύπελλο.

Σε επίπεδο εθνικών ομάδων η ΟΛΔ / ΣΟΔΓ Γιουγκοσλαβίας προκρίθηκε σε επτά Παγκόσμια Κύπελλα της FIFA, με το καλύτερο αποτέλεσμα το 1962 στη Χιλή με 4η θέση (την ίδια θέση με το Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας το 1930).

Η χώρα συμμετείχε επίσης σε τέσσερα Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα. Τα καλύτερα αποτελέσματα ήταν το 1960 και το 1968, όταν η ομάδα έχασε στον τελικό - το 1960 από τη Σοβιετική Ένωση και το 1968 από την Ιταλία. Η Γιουγκοσλαβία ήταν επίσης η πρώτη μη δυτικοευρωπαϊκή χώρα που φιλοξένησε Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, εκείνο του 1976.

Ακόμη η Γιουγκοσλαβική Ολυμπιακή ομάδα (κάτω των 23 ετών) κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης το 1960, αφού προηγουμένως είχε κερδίσει τρεις φορές διαδοχικά το αργυρό - το 1948 στο Λονδίνο, το 1952 στο Ελσίνκι και το 1956 στη Μελβούρνη -, καθώς και το χάλκινο το 1984 στο Λος Άντζελες.

Στην κατηγορία νέων, η ομάδα της Γιουγκοσλαβίας κάτω των 20 ετών προκρίθηκε μόνο σε δύο Παγκόσμια Κύπελλα της FIFA U-20 (γνωστά τότε ως Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Νέων της FIFA), αλλά κέρδισε εκείνο του 1987 στη Χιλή, ενώ η Γιουγκοσλαβική ομάδα κάτω των 21 ετών προκρίθηκε σε τέσσερα Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα Ποδοσφαίρου Κάτω των 21, κερδίζοντας την πρώτη διοργάνωση το 1978 και φιναλίστ το 1990.

Στο μέτωπο των παικτών η Γιουγκοσλαβία έβγαλε μερικούς σημαντικούς ποδοσφαιριστές της παγκόσμιας σκηνής, όπως Ράικο Μίτιτς, Στέφαν Μπόμπεκ (προπονητής του Παναθηναϊκού (1963-1967 και 1974-1975), του Ολυμπιακού (1969-1970) και του Παναιτωλικού (1975-1976)), Μπέρναρντ Βούκας, Βλαντιμίρ Μπέαρα, Ντράγκοσλαβ Σεκούλαρατς, Μίλαν Γκάλιτς, Γιόσιπ Σκόμπλαρ, Ιβάν Τσούρκοβιτς, Βέλιμπορ Βάσοβιτς, Ντράγκαν Τζάγιτς, Σαφέτ Σούσιτς, Ντράγκαν Στόικοβιτς, Ντέγιαν Σαβίτσεβιτς, Ντάρκο Πάντσεφ, Ρόμπερτ Προσίνετσκι, Βέλιμιρ Ζάετς (Παναθηναϊκού), και άλλοι.

Σε αντίθεση με το ποδόσφαιρο που κληρονόμησε πολλές από τις υποδομές και την τεχνογνωσία του από το Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το μπάσκετ είχε ελάχιστη προηγούμενη κληρονομιά. Ετσι το μπάσκετ αναπτύχθηκε ουσιαστικά από το μηδέν εντός της κομμουνιστικής Γιουγκοσλαβίας από θιασώτες του όπως οι Νεμπόισα Πόποβιτς, Μπόρα Στάνκοβιτς, Ράντομιρ Σάπερ, Ακα Νίκολιτς και Ράνκο Ζεράβιτσα.

Δεν χρειάστηκε πολύ χρόνο η Γιουγκοσλαβική Εθνική ομάδα για να γίνει πρωταγωνιστής στην παγκόσμια σκηνή. Τα σημαντικότερα επιτεύγματα της χώρας ήταν τρία Παγκόσμια Κύπελλο Μπάσκετ της FIBA ​​(1970, 1978 και 1990), ένα χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς του 1980 στη Μόσχα και πέντε Ευρωπαϊκά πρωταθλήματα (τρία από αυτά διαδοχικά 1973, 1975 και 1977 και δύο ακόμη διαδοχικά το 1989 και το 1991).

Επιπλέον, σε επίπεδο συλλόγων, Γιουγκοσλαβικοί σύλλογοι κέρδισαν το Κύπελλο Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, του ανώτερου πρωταθλήματος μπάσκετ της ηπείρου επτά φορές - η Μπόσνα το 1979, η Τσιμπόνα Ζάγκρεμπ το 1985 και το 1986, η Γιουγκοπλάστικα Σπλιτ το 1989, το 1990 και το 1991 και η Παρτίζαν το 1992.

Σημαντικοί παίκτες ήταν οι Ράντιβο Κόρατς, Ιβο Ντάνεου, Κρέζιμιρ Τσόσιτς (αγωνίστηκε στην Α.Ε.Κ. (1988-1989 και 1990-1992), Ζόραν Σλάβνιτς, Ντράζεν Νταλιπάγκιτς, Ντράγκαν Κιτσάνοβιτς, Μίρζα Ντελίμπασιτς, Ντράζεν Πέτροβιτς, Βλάντε Ντίβατς, Ντίνο Ράτζα (αγωνίστηκε στον Παναθηναϊκό (1997-1999) και στον Ολυμπιακό (2000–2001), Τόνι Κούκοτς και Ζάρκο Πάσπαλι (αγωνίστηκε στον Ολυμπιακό (1991-1994), τον Παναθηναϊκό (1994-19950, τον Πανιώνιο (1995–1996) και τον Άρη (1997–1998).

Η υδατοσφαίριση είναι ένα άλλο άθλημα με ισχυρή κληρονομιά στην εποχή που προηγήθηκε της δημιουργίας της κομμουνιστικής Γιουγκοσλαβίας.

Σε όλη τη δεκαετία του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960 η Γιουγκοσλαβική εθνική ομάδα πάντα πρωταγωνιστούσε, αλλά δεν κατάφερε να κάνει το τελικό βήμα, παρά μόνο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1968, όπου η γενιά με επικεφαλής τους Μίρκο Σάντιτς και ο Όζρεν Μπόνατσιτς πήρε τελικά το χρυσό, νικώντας τη Σοβιετική Ένωση στην παράταση. Η χώρα κέρδισε άλλα δύο Ολυμπιακά χρυσά - το 1984 και το 1988.

Επίσης κέρδισε δύο τίτλους Παγκόσμιου Πρωταθλήματος - το 1986 και το 1991, το δεύτερο χωρίς τους Κροάτες παίκτες, που τότε είχαν ήδη φύγει από την εθνική ομάδα.

Και τελικά η ομάδα κέρδισε μόνο ένα τίτλο του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, το 1991, αφού δεν το κατάφερε τα προηγούμενα 40 χρόνια, οπότε ερχόταν πάντα δεύτερη ή τρίτη.

Η χρυσή εποχή για τη γιουγκοσλαβική υδατοσφαίριση ήταν η δεκαετία του 1980 και οι αρχές της δεκαετίας του 1990, οπότε παίκτες όπως οι Ιγκόρ Μιλάνοβιτς, Πέριτσα Μπούκιτς, Βέσελιν Ντούχο, Ντένι Λούσιτς, Ντούπραβκο Σίμεντς, Αλεκσάνταρ Σόσταρ καθιερώθηκαν ως οι καλύτεροι στον κόσμο.

Η Γιουγκοσλαβία κέρδισε δύο Ολυμπιακά χρυσά μετάλλια, το 1972 στο Μόναχο (το χάντμπολ επέστρεψε ως Ολυμπιακό άθλημα μετά από 36 χρόνια απουσίας) και το 1984 στο Λος Άντζελες. Η χώρα κέρδισε επίσης τον τίτλο του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος το 1986. Η ΣΟΔΓ Γιουγκοσλαβίας δεν συμμετείχε ποτέ στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, γιατί αυτό καθιερώθηκε το 1994.

Ο Βέσελιν Βούγιοβιτς ψηφίστηκε Παγκόσμιος Παίκτης της Χρονιάς το 1988 (πρώτη φορά που πραγματοποιήθηκε η ψηφοφορία) από τη ΔΟΧ. Άλλοι αξιόλογοι παίκτες ήταν οι Αμπαζ Αρσλάνατζιτς, Ζόραν "Τούτα" Ζίβκοβιτς, Μπράνισλαβ Πόκραγιατς, Ζλάταν Αρναουτόβιτς, Μίρκο Μπάσιτς, Γιόβιτσα Ελέζοβιτς, Μίλε Ισάκοβιτς κ.α.

Από την πλευρά των γυναικών υπήρχαν επίσης αξιοσημείωτα αποτελέσματα - η ομάδα των γυναικών κέρδισε το χρυσό Ολυμπιακό το 1984, ενώ κέρδισε επίσης το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα το 1973.

Όπως και ο Βέσελιν Βούγιοβιτς το 1988 από την πλευρά των ανδρών, η Σβετλάνα Κίτιτς ψηφίστηκε Παγκόσμια Παίκτρια της Χρονιάς για το ίδιο έτος.

Υπήρξε μεγάλος ενθουσιασμός στη Γιουγκοσλαβία όταν το Σαράγεβο επελέγη για τη διεξαγωγή των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 1984.[93]

Η ΟΛΔ / ΣΟΔ Γιουγκοσλαβίας έβγαλε πλήθος επιτυχημένων αθλητών σε ατομικά αθλήματα.

Το τένις (αντισφαίριση) ήταν πάντα ένα δημοφιλές και με πολλούς θιασώτες άθλημα στη χώρα. Ωστόσο, λόγω της έλλειψης οικονομικών μέσων για τις υποδομές του και την υποστήριξη των μεμονωμένων αθλητών, τα ποσοστά συμμετοχής των Γιουγκοσλάβων νέων σε αυτό ήταν πάντα χαμηλό σε σύγκριση με άλλα αθλήματα. Όλα αυτά σήμαιναν ότι οι ταλαντούχοι παίκτες που ήθελαν να φτάσουν σε επαγγελματικό επίπεδο έπρεπε να βασίζονται κυρίως στις δικές τους οικογένειες και όχι στην ομοσπονδία αντισφαίρισης της χώρας. Οι Γιουγκοσλάβοι παίκτες παρόλα αυτά κατάφεραν να πετύχουν μερικά αξιοσημείωτα αποτελέσματα, κυρίως στο γυναικείο άθλημα. Το 1977 η χώρα είχε την πρώτη της πρωταθλήτρια του Grand Slam, όταν η σπεσιαλίστας στο χωμάτινο γήπεδο Μίμα Γιαούσοβετς κέρδισε στο Ρολάν Γκαρός, νικώντας τη Φλορέντσα Μιχάι. Η Γιαούσοβετς έφτασε σε δύο ακόμα τελικούς του Γαλλικού Όπεν (το 1978 και το 1983) αλλά τους έχασε. Η χώρα έγινε υπερδύναμη στο γυναικείο τένις με την εμφάνιση τη δεκαετία του 1990 του εφηβικού φαινομένου Mόνικα Σέλες, που κέρδισε πέντε Grand Slam με τη σημαία της ΣΟΔΓ Γιουγκοσλαβίας - δύο του Γαλλικού, δύο του Αυστραλιανού και ένα του Αμερικανικού Οπεν. Συνέχισε κερδίζοντας τρεις ακόμα τίτλους Grand Slam με τη σημαία της ΟΔ Γιουγκοσλαβίας (Σερβία και Μαυροβούνιο), καθώς και ένα ακόμη Grand Slam μετά τη μετανάστευσή της στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Στο τένις ανδρώ, η Γιουγκοσλαβία ποτέ δεν έβγαλε πρωταθλητή Grand Slam, αν και είχε δύο φιναλίστ. Το 1970 ο Ζέλικο Φρανούλοβιτς έφτασε στον τελικό του Γαλλικού Οπεν, χάνοντας από το Γιαν Κόντες. Τρία χρόνια αργότερα, το 1973, ο Nίκολα Πίλιτς έφτασε στον τελικό του Γαλλικού Οπεν, αλλά έχασε από τον Ιλιε Ναστάσε.

Οι σκιέρ είχαν μεγάλες επιτυχίες στους αγώνες του Παγκοσμίου Κυπέλλου και στους Ολυμπιακούς Αγώνες (Μπόγιαν Κρίζαϊ, Γιούρε Φράνκο, Μπόρις Στρελ, Mάτεγια Σβετ). Τα χειμερινά σπορ είχαν ιδιαίτερη ώθηση κατά τους Χειμερινούς Ολυμπιακούς του 1984 που πραγματοποιήθηκαν στο Σαράγεβο. Ο γυμναστής Mίροσλαβ Τσέραρ κέρδισε πολλές διακρίσεις, μεταξύ των οποίων δύο Ολυμπιακά χρυσά μετάλλια στις αρχές της δεκαετίας του 1960.

Κατά τη δεκαετία του 1970 ένα ζευγάρι Γιουγκοσλάβων μπόξερ, ο βαρέων βαρών Mάτε Πάρλοβ και ο ελαφρών βαρών Mάριγιαν Μπένες, κέρδισαν πολλά πρωταθλήματα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τη δεκαετία του '80, παρόμοια αποτελέσματά είχε ο βαρέων βαρών Σλόμπονταν Κάτσαρ.

Για πολλά χρόνια η Γιουγκοσλαβία θεωρείτο η δεύτερη πιο ισχυρή στο σκάκι χώρα στον κόσμο, μετά τη Σοβιετική Ένωση. Αναμφισβήτητα το μεγαλύτερο όνομα στο γιουγκοσλαβικό σκάκι ήταν ο Σβέτοζαρ Γκλίγκοριτς, που έπαιξε σε τρία Τουρνουά Υποψηφίων μεταξύ 1953 και 1968 και το 1958 κέρδισε το Χρυσό Σήμα ως ο καλύτερος αθλητής της Γιουγκοσλαβίας.

Η Γιουγκοσλαβία μοιραζόταν τη μουσική του εθνικού της ύμνου με την Πολωνία. Οι πρώτοι στίχοι του γράφτηκαν το 1834 υπό τον τίτλο "Ε, Σλάβοι" (Hej, Sloveni) και από τότε ήταν ο ύμνος του Πανσλαβικού κινήματος, ο ύμνος του γυμναστικού και πολιτικού κινήματος Sokol και ο ύμνος της Σλοβακικής Δημοκρατίας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, της Γιουγκοσλαβίας και της Σερβίας και Μαυροβουνίου. Θεωρείται επίσης ο δεύτερος, ανεπίσημος ύμνος των Σλοβάκων. Η μουσική του βασίζεται στο "Mάζουρεκ Νταμπρόβσκιεγκο", που είναι επίσης ο ύμνος της Πολωνίας από το 1926, αλλά είναι πολύ πιο αργή και πιο τονισμένη[94].

Η σημερινή κατάσταση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χάρτης της πρώην Γιουγκοσλαβίας

Τα σημερινά κράτη που διαδέχτηκαν τη Γιουγκοσλαβία εξακολουθούν σήμερα σήμερα να αναφέρονται συλλογικά ως «πρώην Γιουγκοσλαβία». Οι χώρες αυτές παρατίθενται χρονολογικά:

Τα σημερινά Κυρίαρχα κράτη της πρώην Γιουγκοσλαβίας, αναφέρονται με τονισμένη υπογράμμιση και Οι αυτόνομες δημοκρατίες αναφέρονται με πλάγια υπογράμμιση.

Αναφέρονται επίσης μερικές φορές ως "Γιουγκόσφαιρα",[95][96] ή συντετμημένα ως Ex Yu, ExYu ή Ex-Yu.

Η μνήμη της εποχής του κοινού κράτους και τα θεωρούμενα θετικά χαρακτηριστικά του αναφέρονται ως "Γιουγκονοσταλγία". Οι άνθρωποι που ταυτίζονται με το πρώην Γιουγκοσλαβικό κράτος μπορεί να αυτοπροσδιορίζονται ως Γιουγκοσλάβοι.

Όλα τα διάδοχα κράτη είναι υποψήφια για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ η Σλοβενία και η Κροατία έχουν ήδη προσχωρήσει. Η Σλοβενία προσχώρησε το 2004 και η Κροατία ακολούθησε το 2013. Η Βόρεια Μακεδονία, το Μαυροβούνιο και Σερβία είναι επίσημοι υποψήφιοι. Η Βοσνία και Ερζεγοβίνη υπέβαλε αίτηση και το Κοσσυφοπέδιο δεν υπέβαλε αίτηση, αλλά αναγνωρίζεται ως "δυνητικός υποψήφιος" για πιθανή μελλοντική διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.[97] Όλα τα κράτη της πρώην Γιουγκοσλαβίας, με εξαίρεση το Κοσσυφοπέδιο, έχουν προσυπογράψει τη Διαδικασία Σταθεροποίησης και Σύνδεσης με την ΕΕ. Η EULEX (Αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Επιβολή του Νόμου στο Κοσσυφοπέδιο) είναι μια ανάπτυξη αστυνομικών και πολιτικών μέσων της ΕΕ στο Κοσσυφοπέδιο με σκοπό την αποκατάσταση του νόμου και την καταπολέμηση του εκτεταμένου οργανωμένου εγκλήματος.

Ο πληθυσμός των χωρών αυτών αναμένεται να κινηθεί πτωτικά μέσα στις επόμενες δεκαετίες, λόγω του δημογραφικού προβλήματος που υπάρχει. Αναλυτικά οι πληθυσμοί των χωρών:

Δημοκρατία/χώρα Πληθυσμός 1991 Πληθυσμός 2011 Μεταβολή επί τοις εκατό
Δείκτης Γονιμότητας (2018)
4,377,000 3,688,865[98] -15.72% 1.3
4,784,000 4,484,000 −6.27% 1.3
2,034,000 2,077,000 +2.11% 1.4
615,000 662,000 +7.64% 1.8
9,778,991 (περιλαμβάνει το Κόσοβο) 7,310,000[99] −25.24% 1.5
(περιορισμένη αναγνώριση) (1,967,000) 1,801,000 -8.43% 1.7
1,913,000 2,000,000 +4.54% 1.6
σύνολο 23,229,846[100] 22,022,865 -5.19%
Πηγή: Εκτιμήσεις του CIA Factbook για τα διάδοχα κράτη

Τα διάδοχα κράτη της Γιουγκοσλαβίας εξακολουθούν να έχουν μικρό θετικό ή αρνητικό ρυθμό αύξησης του πληθυσμού. Αυτό οφείλεται κυρίως στη μετανάστευση, που εντάθηκε κατά τους Γιουγκοσλαβικούς πολέμους και μετά, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 έως το 2000, αλλά και λόγω του χαμηλού ποσοστού γεννήσεων. Περισσότεροι από 2,5 εκατομμύρια πρόσφυγες δημιουργήθηκαν από τις μάχες στη Βοσνία και το Κοσσυφοπέδιο, γεγονός που οδήγησε σε τεράστια αύξηση της μετανάστευσης στη Βόρεια Αμερική. Περίπου 120.000 πρόσφυγες από την πρώην Γιουγκοσλαβία καταγράφηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες από το 1991 έως το 2002 και 67.000 μετανάστες από την πρώην Γιουγκοσλαβία καταχωρήθηκαν στον Καναδά μεταξύ 1991 και 2001.[101][102][103][104]

  1. Labor Force 1992. CIA Factbook. 1992. Retrieved April 30, 2018.
  2. Inflation Rate % 1992. CIA Factbook. 1992. Retrieved April 30, 2018.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 3,6 3,7 Benson, Leslie; Yugoslavia: a Concise History; Palgrave Macmillan, 2001 ISBN 0-333-79241-6
  4. Proclamation of Constitution of the Federative People's Republic of Yugoslavia, 31. 1. 1946. at the Wayback Machine (archive index)
  5. Riječ u koju stane rečenica by Krešimir Bagič, Matica hrvatska, retrieved 7-10-2015 (in Croatian)
  6. "History – World Wars: Partisans: War in the Balkans 1941–1945". BBC. Retrieved 12 August 2011.
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 7,5 Tomasevich, Jozo; War and Revolution in Yugoslavia, 1941–1945: Occupation and Collaboration, Volume 2; Stanford University Press, 2001 ISBN 0-8047-3615-4
  8. 8,00 8,01 8,02 8,03 8,04 8,05 8,06 8,07 8,08 8,09 8,10 8,11 8,12 8,13 8,14 8,15 8,16 8,17 Lampe, John R.; Yugoslavia as History: Twice There Was a Country; Cambridge University Press, 2000 ISBN 0-521-77401-2
  9. Martin, David; Ally Betrayed: The Uncensored Story of Tito and Mihailovich; New York: Prentice Hall, 1946
  10. Walter R. Roberts. Tito, Mihailović, and the allies, 1941–1945. Duke University Press, 1987. Pp. 288.
  11. 11,0 11,1 Vojislav Koštunica, Kosta Čavoški. Party pluralism or monism: social movements and the political system in Yugoslavia, 1944–1949. East European Monographs, 1985. Pp. 22.
  12. 12,0 12,1 Sabrina P. Ramet. The three Yugoslavias: state-building and legitimation, 1918–2005. Bloomington, Indiana, USA: Indiana University Press. Pp. 167–168.
  13. 13,00 13,01 13,02 13,03 13,04 13,05 13,06 13,07 13,08 13,09 13,10 13,11 13,12 13,13 13,14 13,15 13,16 13,17 13,18 13,19 13,20 Ramet, Sabrina P.; The Three Yugoslavias: State-building and Legitimation, 1918–2005; Indiana University Press, 2006 ISBN 0-253-34656-8
  14. Walter R. Roberts, Tito, Mihailović, and the allies, 1941–1945, Duke University Press, 1987, pages 312–313
  15. Reports of Judgments, Advisory Opinions and Orders, United Nations Publications, 2006, page 61
  16. .Konrad G. Bühler, State Succession and Membership in International Organizations: Legal Theories Versus Political Pragmatism, Brill, 2001, page 252
  17. ΤίτοCharles D. Pettibone (2014) The organization and order of battle of militaries in World War II, Trafford Publishing, Bloomington, Indiana SAD, p.393.
  18. "29 November, Yugoslavia: Day of the Republic", Faculty of Humanities Research Projects page, University of Oslo, Norway. Publication date: 24 August 2008.
  19. Encyclopædia Britannica, 1967 edition, vol. 23, page 923, article: "Yugoslavia", section: communist Yugoslavia Communist Yugoslavia, 1969, published in Australia
  20. John R. Lampe, Yugoslavia as History : twice there was a country, Cambridge University Press, 2000, page 233
  21. John B. Allcock, Explaining Yugoslavia, C Hurst & Co Publishers, 2000, page 271
  22. "Cold War Shootdowns".
  23. "Military Assistance Agreement Between the United States and Yugoslavia, November 14, 1951". Lillian Goldman Law Library. Retrieved 4 August 2009.
  24. "Yugoslavia – The Yugoslav-Soviet Rift". Retrieved 4 August 2009
  25. Schindler, John (4 February 2010), Doctor of Espionage: The Victims of UDBA, Sarajevo: Slobodna Bosna, pp. 35–38
  26. Nationalism and Federalism in Yugoslavia 1962–1991 S Ramet pp.84–5
  27. Nationalism and Federalism in Yugoslavia 1962–1991 S Ramet p.85
  28. Nationalism and Federalism in Yugoslavia 1962–1991 S Ramet pp.90–91
  29. Barnett, Neil. 2006 Tito. Hause Publishing. P. 14
  30. Michel Chossudovsky, International Monetary Fund, World Bank; The Globalisation of Poverty: Impacts of IMF and World Bank Reforms; Zed Books, 2006; (University of California) ISBN 1-85649-401-2
  31. "The Specter of Separatism", Time,
  32. "Yugoslavia: Tito's Daring Experiment", Time, 9 August 1971
  33. "Conspiratorial Croats", Time, 5 June 1972
  34. "Battle in Bosnia", Time, 24 July 1972
  35. Jugoslavija država koja odumrla, Dejan Jović p.224-3
  36. Borneman. 2004. 167
  37. Jugoslavija država koja odumrla, Dejan Jović[page needed]
  38. Lampe, John R. 2000. Yugoslavia as History: Twice There Was a Country. Cambridge: Cambridge University Press, p.321
  39. 39,0 39,1 Dejan Jović. Yugoslavia: a state that withered away. Purdue University Press, 2009. p. 19
  40. Worldmark Encyclopedia of the Nations: Europe. Gale Group, 2001. Pp. 73.
  41. 41,0 41,1 Dejan Jović. Yugoslavia: a state that withered away. Purdue University Press, 2009. p. 21.
  42. 42,0 42,1 42,2 Dejan Jović. Yugoslavia: a state that withered away. Purdue University Press, 2009. p. 15
  43. Dejan Jović. Yugoslavia: a state that withered away. Purdue University Press, 2009. pp. 15–16
  44. 44,0 44,1 44,2 44,3 Dejan Jović. Yugoslavia: a state that withered away. Purdue University Press, 2009. p. 16
  45. 45,0 45,1 45,2 45,3 45,4 Dejan Jović. Yugoslavia: a state that withered away. Purdue University Press, 2009. p. 18
  46. 46,0 46,1 46,2 Dejan Jović. Yugoslavia: a state that withered away. Purdue University Press, 2009. p. 26.
  47. Lampe, "Yugoslavia as History," 347.
  48. Benson, "Yugoslavia: A Concise History," 146.
  49. Lampe, John R. 2000. Yugoslavia as History: Twice There Was a Country. Cambridge: Cambridge University Press. p347
  50. https://www.nytimes.com/books/first/b/branson-milosevic.html?mcubz=3
  51. "The Serbs sacrifice Milosevic".
  52. Dobbs, Michael (29 June 2001). "Hubris Brought Fall of Milosevic" – via www.washingtonpost.com.
  53. "Why Trump reminds me of Milosevic: Milan Panic".
  54. "Roads Sealed as Yugoslav Unrest Mounts". The New York Times. 19 August 1990. Retrieved 26 April 2010.
  55. Sudetic, Chuck (10 January 1991). "Financial Scandal Rocks Yugoslavia". The New York Times. Retrieved 26 April 2010.
  56. Volitve [Elections]. "Statistični letopis 2011" [Statistical Yearbook 2011]. Statistical Yearbook 2011 15 (Statistical Office of the Republic of Slovenia). 2011. p. 108.
  57. "Zgodilo se je ... 27. junija" [It Happened On ... 27 June] (in Slovene). MMC RTV Slovenia. 27 June 2005.
  58. Woodward, Susan, L. Balkan Tragedy: Chaos & Dissolution after the Cold War, the Brookings Institution Press, Virginia, USA, 1995, p.200
  59. Sabrina P. Ramet, The Disintegration of Yugoslavia From The Death of Tito To The Fall Of Milosevic (Boulder, CO: Westview Press, 2002)
  60. 60,0 60,1 60,2 60,3 "Pavlovic: The Siege of Dubrovnik".
  61. Pavlovic: The Siege of Dubrovnik".
  62. BBC NEWS – Europe – Two jailed over Croatia massacre".
  63. Karadzic and Mladic: The Worlds Most Wanted Men – FOCUS Information Agency
  64. Lukic & Lynch 1996, p. 209.
  65. Burg, Steven L; Shoup, Paul S. 1999. The War in Bosnia-Herzegovina: Ethnic Conflict and International Intervention. M.E. Sharpe. p102
  66. The Referendum on Independence in Bosnia-Herzegovina: February 29-March 1, 1992". Commission on Security and Cooperation in Europe (CSCE) (Washington D.C.). 12 March 1992.
  67. Murphy, Sean D. (2002). United States Practice in International Law: 1999-2001, Volume 1. Cambridge University Press. p. 130. ISBN 978-0-521-75070-7.
  68. "New Power", Time, 4 December 1944
  69. "Beyond Dictatorship", Time, 20 January 1967
  70. "Still a Fever", Time, 25 August 1967.
  71. Krupnick, Charles. 2003. Almost NATO: Partners and Players in Central and Eastern European Security. Rowman & Littlefield. p. 86
  72. "Back to the Business of Reform", Time, 16 August 1968
  73. 73,0 73,1 Mieczyslaw P. Boduszynski: Regime Change in the Yugoslav Successor States: Divergent Paths toward a New Europe, p. 66-67
  74. 74,0 74,1 Mieczyslaw P. Boduszynski: Regime Change in the Yugoslav Successor States: Divergent Paths toward a New Europe, p. 63
  75. "Yugoslavia (former) Guest Workers – Flags, Maps, Economy, History, Climate, Natural Resources, Current Issues, International Agreements, Population, Social Statistics, Political System".
  76. 76,0 76,1 "Yugoslavia Economy 1990 - Flags, Maps, Economy, Geography, Climate, Natural Resources, Current Issues, International Agreements, Population, Social Statistics, Political System".
  77. Mieczyslaw P. Boduszynski: Regime Change in the Yugoslav Successor States: Divergent Paths toward a New Europe, p. 64
  78. United Nations Statistics Division – National Accounts".
  79. Sić 1990, p. 23.
  80. Lubej, Uroš (28 November 2008). "Nova razstava v Dolenjskem muzeju: Cesta, ki je spremenila Dolenjsko" [The New Exhibition in the Lower Carniolan Museum: The Road that Transformed the Lower Carniola]. Park.si (in Slovenian).
  81. Αποτελούσαν την πλειοψηφία, στην Ενωμένη Γιουγκοσλαβία, στην περιοχή του Κοσόβου, όπου τους αποκαλούσαν οι Σέρβοι, Κοσοβάρους, προκειμένου να τους διαχωρίσουν από τους υπόλοιπους Αλβανούς, και στο δυτικό τμήμα της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας, αλλά και στην κοιλάδα του Πρέσεβου.
  82. Αποκαλούνται, ορισμένες φορές και ως Μακεδόνες ή Βορειομακεδόνες και υποτιμητικά ειδικότερα από τους Έλληνες, ως Σκοπιανοί, τοπωνύμιο που συσχετίζεται με τα Σκόπια.
  83. Αναφέρονται ως ξεχωριστό έθνος, στις Γιουγκοσλαβικές Απογραφές, ωστόσο, οι Μαυροβούνιοι, είναι στην πραγματικότητα Σέρβοι, ενώ και η ίδια η Γιουγκοσλαβία, τους παρείχε αυτονομία.
  84. Αποτελούσαν την πλειοψηφία, στην Ενωμένη Γιουγκοσλαβία, στην περιοχή του Βοϊβοντίνας, όπου με τους Σέρβους, αποτελούν μέχρι και σήμερα, την πλειοψηφία των κατοίκων στην περιοχή αυτή (σήμερα η Βοϊβοντίνα, αποτελεί μέρος της Σερβίας).
  85. Ζούσαν διασπορισμένοι, σε όλες τις περιοχές της χώρας, και ανάλογα με την περιοχή, είχαν διαφορετικές θρησκείες, με αποτέλεσμα, κάποιοι ήταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί, άλλοι ήταν Ρωμαιοκαθολικοί και άλλοι Σουνίτες Μουσουλμάνοι.
  86. 86,0 86,1 86,2 86,3 Rose, Arnold M. (1999). Institutions of Advanced Societies. University of Minnesota Press. ISBN 0-8166-0168-2.
  87. Stevan K. Pavlowitch (January 2002). Serbia: The History Behind the Name. C. Hurst & Co. Publishers. p. 164. ISBN 978-1-85065-476-6. Retrieved 17 July 2013. ..an official language along with Serbo-Croat, but it was Albania's official unified literary language rather than the Gheg
  88. Arshi Pipa (1978). Albanian literature: social perspectives. R. Trofenik. p. 173. ISBN 978-3-87828-106-1. Retrieved 15 July 2013. Although the Albanian population in Yugoslavia is almost exclusively Gheg, the Albanian writers there have chosen, for sheer political reasons, to write in Tosk
  89. Enciklopedija Jugoslavije, 2. Ausg., Band 6, Artikel Jugoslavija, Abschnitt Nauka, S. 510 f.
  90. Flere, Sergej. "The Broken Covenant of Tito's People: The Problem of Civil Religion in Communist Yugoslavia". East European Politics & Societies, vol. 21, no. 4, November 2007. Sage, California: SAGE Publications. P. 685
  91. Flere, Sergej. P. 685
  92. Lampe, John R. P. 342
  93. Lampe, John R. Yugoslavia as History: Twice There Was a Country. p. 342
  94. "Marxists.org". Retrieved 15 November 2017.
  95. «Former Yugoslavia patches itself together: Entering the Yugosphere». The Economist. 20 August 2009. http://www.economist.com/node/14258861. Ανακτήθηκε στις 11 November 2011. 
  96. Ljubica Spaskovska (28 Σεπτεμβρίου 2009). «The 'Yugo-sphere'». The University of Edinburgh School of Law. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Ιανουαρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 2011. 
  97. «European Commission – Enlargement – Candidate and Potential Candidate Countries». Europa web portal. Ανακτήθηκε στις 1 Αυγούστου 2009. 
  98. Population of BiH in 2011, data.worldbank.org
  99. Χωρίς το Κοσσυφοπέδιο
  100. Η τελευταία Γιουγκοσλαβική απογραφή το 1991.
  101. Carl-Ulrik Schierp, 'Former Yugoslavia: Long Waves of International Migration' in: ed. R. Cohen, The Cambridge survey of world migration, Cambridge University Press, 1995, (ISBN 978-0-521-44405-7), 285-298.
  102. Nancy Honovich, Immigration from the Former Yugoslavia: Changing face of North America, Mason Crest Publishers, 2004.
  103. Dominique M. Gross, Immigration to Switzerland, the case of the former Republic of Yugoslavia, World Bank Publications, 2006.
  104. Yugoslav immigration Αρχειοθετήθηκε 2012-02-11 στο Wayback Machine. (Encyclopedia of Immigration).

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]