Μετάβαση στο περιεχόμενο

Πριγκιπάτο της Καταλωνίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πριγκιπάτο της Καταλωνίας
Principat de Catalunya
Ενσωματωμένο στο Στέμμα της Αραγωνίας
(1162–1641, 1652–1714)
Ενσωματωμένο στην Ισπανική Μοναρχία
(1516–1641, 1652–1714)
Ενσωματωμένο στο Βασίλειο της Γαλλίας
(1641–1652)

12ος αιώνας–1714
Σημαία Βασιλικό Εθνόσημο
Τοποθεσία Καταλωνία
Περιοχή του Πριγκιπάτου της Καταλωνίας μέχρι το 1659
Πρωτεύουσα Βαρκελώνη
Θρησκεία
Πολίτευμα Ημι-συνταγματική μοναρχία
Μονάρχης
 -  1164-1196 Αλφόνσος Α΄ (πρώτος)
 -  1705–1714 Κάρολος Γ΄ (τελευταία)
Νομοθετικό Σώμα Kαταλανικά Δικαστήρια
Ιστορία
 -  Ενοποίηση
 -  Κατάλυση
Νόμισμα Δουκάτο
Σήμερα Ανδόρρα
Γαλλία
Ισπανία
  Καταλονία

Το Πριγκιπάτο της Καταλωνίας (καταλανικά: Principat de Catalunya, οξιτανικά: Principautat de Catalonha) είναι ένα ιστορικό έδαφος και μεσαιωνική και πρώιμη σύγχρονη πολιτική οντότητα στη βορειοανατολική Ιβηρική Χερσόνησο, κυρίως στην Ισπανία, με ένα γειτονικό τμήμα, στη νότια Γαλλία. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του βρισκόταν σε δυναστική ένωση με το Βασίλειο της Αραγωνίας αποτελώντας από κοινού το Στέμμα της Αραγωνίας. Μεταξύ του 13ου και του 18ου αιώνα συνόρευε με το Βασίλειο της Αραγωνίας στη δύση, το Βασίλειο της Βαλένθια στον νότο, το Βασίλειο της Γαλλίας και τη φεουδαρχική κυριότητα της Ανδόρρας στα βόρεια, ενώ βρεχόταν από τη Μεσόγειο θάλασσα προς τα ανατολικά.

Η πρώτη αναφορά για την Καταλωνία και τους Καταλανούς εμφανίζεται στο Liber maiolichinus de gestis Pisanorum illustribus, ένα χρονικό της Πίζας (γράφτηκε μεταξύ 1117 και 1125) σχετικά με την κατάκτηση της Μινόρκας από μια κοινή δύναμη Ιταλών, Καταλανών, και Οξιτανών. Εκείνη την εποχή η Καταλωνία δεν υπήρχε ως πολιτική οντότητα, αν και με τη χρήση του όρου αυτού φαίνεται πως αναγνωρίζεται η Καταλωνία ως πολιτιστική ή γεωγραφική οντότητα.

Οι κομητείες που θα αποτελέσουν τελικά το Πριγκιπάτο της Καταλωνίας, ενώθηκαν σταδιακά υπό από την εξουσία του Κόμη της Βαρκελώνης. Το 1137, η Κομητεία της Βαρκελώνης και το Βασίλειο της Αραγωνίας ενώθηκαν κάτω από μια ενιαία δυναστεία, δημιουργώντας αυτό που οι σύγχρονοι ιστορικοί αποκαλούν το Στέμμα της Αραγωνίας, ωστόσο, η Αραγωνία και η Καταλωνία διατηρούσαν τη δική τους πολιτική δομή και νομικές παραδόσεις. Λόγω αυτών των νομικών διαφορών, αλλά και της χρήσης διαφορετικών γλωσσών — αραγωνικής και καταλανικής — κατέστη αναγκαία μια επίσημη αναγνώριση των καταλανικών κομητειών ως ξεχωριστή πολιτική οντότητα με τους δικούς του θεσμούς, νόμους και πολιτική κοινότητα.

Υπό τον Αλφόνσο τον Τροβαδούρο (βασίλεψε 1164-1196), η Καταλωνία θεωρείται για πρώτη φορά ως μια νομική οντότητα.[1] Επίσης, ο όρος «Πριγκιπάτο της Καταλωνίας» δεν είχε χρησιμοποιηθεί νόμιμα μέχρι τον 14ο αιώνα, όταν εφαρμόστηκε στα εδάφη που εξουσιάζονταν από τα Δικαστήρια της Καταλωνίας.

Ο όρος «Πριγκιπάτο της Καταλωνίας» παρέμεινε σε χρήση μέχρι τη Δεύτερη ισπανική Δημοκρατία, όταν η χρήση του μειώθηκε λόγω της ιστορικής σχέσης με τη μοναρχία. Σήμερα, ο όρος «Πριγκιπάτο» χρησιμοποιείται κυρίως από τους Καταλανούς εθνικιστές όταν αναφέρονται στην Αυτόνομη Κοινότητα της Καταλωνίας, προς διαφοροποίηση από τις άλλες καταλανικές Χώρες.[2][3]

Όπως και στο μεγαλύτερο τμήμα των Μεσογειακών ακτών της Ιβηρικής Χερσονήσου, αποικίστηκε από τους Αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι επέλεξαν να εγκατασταθούν στις Ρόσες. Τόσο οι Έλλήνες όπως και οι Καρχηδονίοι αλληλεπίδρασαν με τον κύριο Ιβηρικό πληθυσμό. Μετά την ήττα των Καρχηδονίων, το Τάρρακο έγινε μαζί με την υπόλοιπη Ισπανία, μέρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μία από τις κύριες Ρωμαϊκές θέσεις στην Ιβηρική Χερσόνησο.

Προέλευση της σύστασης της Κομητείας της Βαρκελώνης, του Claudi Lorenzale

Οι Βησιγότθοι κυβέρνησαν μετά την κατάρρευση της Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορίας κοντά στα τέλη του 5ου αιώνα. Οι Μαυριτανοι της Αλ-'Ανταλους απέκτησαν τον έλεγχο στις αρχές του 8ου αιώνα, μετά την κατάκτηση του Βησιγοτθικού βασίλειου το 711-718. Μετά την ήττα των στρατευμάτων του Εμίρη Αμπντούλ Ραχμάν Αλ Ghafiqiwas στη Μάχη του Πουατιέ το 732, οι Φράγκοι σταδιακά απέκτησαν τον έλεγχο των πρώην Βησιγοτθικών εδαφών βόρεια των Πυρηναίων, τα οποία είχαν καταληφθεί από τους Μουσουλμάνους ή είχαν συμμαχήσει με αυτούς, εκεί που είναι σήμερα η Καταλωνία υπό γαλλική διοίκηση. Το 795, ο Καρλομάγνος δημιούργησε αυτό που έγινε γνωστό ως Ισπανική Μαρκιωνία, μια ουδέτερη ζώνη πέρα από την επαρχία της Σεπτιμανίας, αποτελούμενη από τοπικά ξεχωριστά μικρά βασίλεια, η οποία χρησίμευε ως ένα αμυντικό εμπόδιο μεταξύ των Ομεϋαδών της Αλ-'Ανταλους και του Φράγκικου Βασιλείου.

Η Πετρονίλα της Αραγωνίας και ο Ραϋμόνδος Βερεγγάριος Δ΄, Κόμης της Βαρκελώνης, δυναστική ένωση του Στέμματος της Αραγωνίας.

Μία διακριτή καταλανική κουλτούρα άρχισε να αναπτύσσεται κατά τον Μεσαίωνα που απορρέει από μια σειρά από αυτά τα ασήμαντα βασίλεια, οργανωμένα ως μικρές κομητείες σε όλο το βόρειο τμήμα της Καταλωνίας. Οι κόμητες της Βαρκελώνης ήταν υποτελείς στους Φράγκους που ορίζονταν από τον Καρολίδη αυτοκράτορα έπειτα βασιλιά των Φράγκων, του οποίου ήταν υποτελείς φεουδάρχες (801-987). Κατά τη διάρκεια του 9ου αιώνα, ο Βιλφρέδος ο Τριχωτός, Κόμης της Βαρκελώνης, έκανε τον τίτλο του κληρονομικό και ίδρυσε τη δυναστεία του Οίκου της Βαρκελώνης, η οποία κυβέρνησε την Καταλωνία μέχρι τον θάνατο του Μαρτίνου Α´, του τελευταίου της μέλους, το 1410.

Το 987 ο κόμης Μπορέλλ Β´ δεν αναγνώρισε τον φράγκο βασιλιά Ούγο Καπέτο και η νέα του δυναστεία, έβγαλε τη Βαρκελώνη από τη Φραγκική δικαιοδοσία. Κατά την έναρξη του ενδέκατου αιώνα, οι καταλανικές κομητείες υπέστησαν μια σημαντική διαδικασία μεταβίβασης προς τον φεουδαλισμό.[4]

Το 1137 ο Ραϋμόνδος Βερεγγάριος Δ΄, Κόμης της Βαρκελώνης, παντρεύτηκε την Πετρονίλα της Αραγωνίας, ιδρύοντας τη δυναστική ένωση της Κομητείας της Βαρκελώνης και την ένωση των κτήσεων της με το Βασίλειο της Αραγωνίας, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί το Στέμμα της Αραγωνίας.

Ο Ιάκωβος Α´ ο Κατακτητής

Η Μάχη της Μουρέ (12 Σεπτεμβρίου 1213) και η αναπάντεχη ήττα του Βασιλιά Πέτρου της Αραγωνίας και των υποτελών του και συμμάχων του, των κομητών της Τουλούζης, του Comminges και του Φουά, είχε ως αποτέλεσμα την εξασθένιση των ισχυρών ανθρώπινων, πολιτιστικών και οικονομικών δεσμών που υφίστανται μεταξύ των αρχαίων εδαφών της Καταλωνίας και του Λανγκντόκ.

Κατά τη Συνθήκη της Corbeil το 1258, ο Ιάκωβος Α΄ της Αραγωνίας, απόγονος του Σουνιφρέδου και της Μπελό της Καρκασόν και ως εκ τούτου κληρονόμος του Οίκου της Βαρκελώνης, εγκατέλειψε τα οικογενειακά του δικαιώματα και τις κτήσεις του στο Λανγκντόκ και αναγνώρισε τον Καπέτο βασιλιά της Γαλλίας ως διάδοχο της Καρολίγγειας Δυναστείας. Σε αντάλλαγμα, ο βασιλιάς της Γαλλίας παραιτήθηκε επισήμως από την ονομαστική φεουδαρχική κυριότητα του σε όλες τις καταλανικές κομητείες. Αυτή η συνθήκη μετέτρεψε την de facto ανεξαρτησία των κομητειών της Καταλωνίας σε πλήρη de jure κατάσταση, όμως αυτό σήμανε τον αναπόφευκτο διαχωρισμό μεταξύ του λαού της Καταλωνίας και του Λανγκντόκ.

Ως παράκτια περιοχή μέσα στο Στέμμα της Αραγωνίας και με τον ολοένα και αυξανόμενο ρόλο του λιμανιού της Βαρκελώνης, η Καταλωνία έγινε το κύριο κέντρο της ναυτικής δύναμης του Στέμματος, βοηθώντας το να επεκτείνει την επιρροή του και τη δύναμη του μέσω της κατάκτησης και του μετέπειτα εμπορίου στη Βαλένθια, στις Βαλεαρίδες, στη Σαρδηνία και τη Σικελία.

Καταλανικά συντάγματα (1283-1716) και ο 15ος αιώνας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Σύνταξη των καταλανικών Συνταγμάτων του 1702

Ταυτόχρονα, το Πριγκιπάτο της Καταλωνίας ανέπτυξε ένα πολύπλοκο θεσμικό και πολιτικό σύστημα που βασίζονταν στην έννοια του συμφώνου μεταξύ των κτημάτων του στέμματος και του βασιλιά. Οι νόμοι (που ονομάζονταν συντάγματα) έπρεπε να εγκριθούν από το Γενικό Δικαστήριο της Καταλωνίας, ένα από τα πρώτα κοινοβουλευτικά όργανα της Ευρώπης που απαγόρευσε στη βασιλική εξουσία να νομοθετεί μονομερώς (από το 1283).[5] Τα πρώτα καταλανικά συντάγματα είναι αυτά των Καταλανικών Δικαστηρίων της Βαρκελώνης από το 1283. Τα τελευταία εκδόθηκαν από τα Δικαστήρια το 1705-1706, υπό την προεδρία του αμφισβητούμενου βασιλιά Κάρολου Γ΄. Οι συντάξεις των Συνταγμάτων και των άλλων δικαιωμάτων της Καταλωνίας ακολούθησαν τη Ρωμαϊκή παράδοση του Codex. Αυτά τα συντάγματα ανέπτυξαν μια προηγμένη συλλογή δικαιωμάτων για το σύνολο των πολιτών του Πριγκιπάτου και περιόρισαν την εξουσία των βασιλιάδων.

Palau de la Generalitat, έδρα της της Γενικής Αντιπροσωπείας που βρίσκεται στη Βαρκελώνη

Το Γενικό Δικαστήριο της Καταλωνίας, που χρονολογείται από τον 11ο αιώνα, είναι ένα από τα πρώτα κοινοβούλια στην ηπειρωτική Ευρώπη. Τα Δικαστήρια αποτελούνταν από τις τρεις οντότητες του βασιλείου και τελούσαν υπό την προεδρία του βασιλιά της Αραγωνίας. Το σημερινό Κοινοβούλιο της Καταλωνίας θεωρείται ο συμβολικός και ιστορικός διάδοχος αυτού του ιδρύματος.

Προκειμένου να συλλέξουν γενικούς φόρους, τα Δικαστήρια του 1359 καθιέρωσαν μια μόνιμη αντιπροσωπεία από εκπρόσωπους, που ονομάζονταν Γενική Αντιπροσωπεία (στα καταλανικά: Diputació del General), αργότερα κυρίως γνωστή ως Ζενεραλιτάτ, και η οποία απέκτησε μια σημαντική πολιτική δύναμη κατά τη διάρκεια των επόμενων αιώνων.

Οι τομείς εξουσίας του αραγωνικού Στέμματος επλήγησαν σοβαρά από την πανδημία του «Μαύρου Θανάτου» και αργότερα από τις επιδημίες της πανούκλας. Μεταξύ των ετών 1347 και 1497 η Καταλωνία έχασε το 37% του πληθυσμού της.[6]

Το 1410, ο Βασιλιάς Μαρτίνος Α´ πέθανε χωρίς να αφήσει απογόνους εν ζωή. Σύμφωνα με τον Συμβιβασμό του Κάσπε, Φερδινάνδος από την Καστιλιανικό Οίκο της Τραστάμαρα έλαβε το Στέμμα της Αραγωνίας, ως Φερδινάνδος Α´ της Αραγωνίας. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιωάννη Β´, κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις προκάλεσαν τον Καταλανικό Εμφύλιο Πόλεμο (1462-1472). Υπό τον γιο του, Φερδινάνδο Β´, εγκρίθηκε το Constitució de l'Observança (1481), που καθιέρωσε την υποβολή της βασιλικής εξουσίας στους νόμους που εγκρίθηκαν στα καταλανικά Δικαστήρια. Μετά από δεκαετίες συγκρούσεων, οι χωρικοί της Ρεμένσα (μια μορφή δουλοπαροικίας) απελευθερώθηκαν από την πλειονότητα των φεουδαρχικών καταχρήσεων από τη Sentencia Arbitral de Guadalupe (1486).

Η Καταλωνία κατά την πρώιμη σύγχρονη περίοδο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η καταλανική Εξέγερση "Σώμα Αίματος" (7 Ιουνίου 1640)
Η Μάχη του Montjuic (1641), μια αποφασιστική νίκη των Φράνκο-καταλανικών στρατευμάτων.
Ο Pau Claris, Πρόεδρος της η Ζενεραλιτάτ, κατά την καταλανική εξέγερση

Ο γάμος της Ισαβέλλας της Καστίλης και του Φερδινάνδου Β´ της Αραγωνίας (1469) ενοποίησε τα δύο από τα τρία μεγάλα Χριστιανικά βασίλεια της Ιβηρικής χερσονήσου, ενώ το τρίτο, το Βασίλειο της Ναβάρρας, ενσωματώθηκε αργότερα έπειτα από την εισβολή του Φερδινανδου Β´ στο Βασκικό βασίλειο το 1512.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της έννοιας της Ισπανίας, η οποία ήταν ήδη παρούσα στο μυαλό αυτών των βασιλιάδων,[7] που αποτελείται από τα πρώην Στέμματα της Αραγωνίας, της Καστίλης και της Ναβάρρας η οποία προσαρτήθηκε στην Καστίλη (το 1515). Το 1492, κατακτήθηκε το τελευταίο εναπομείναν τμήμα της Αλ-Άνταλους γύρω από τη Γρανάδα και ξεκίνησε η ισπανική κατάκτηση της Αμερικής. Η πολιτική εξουσία άρχισε να απομακρύνεται από την Αραγωνία προς την Καστίλλη και, στη συνέχεια, από την Καστίλλη προς την Ισπανική Αυτοκρατορία, η οποία ενεπλάκη συχνά σε πολέμους στην Ευρώπη όντας αγωνιζόμενη για την παγκόσμια κυριαρχία.

Για μεγάλο χρονικό διάστημα η Καταλωνία, και μέρος του έπειτα Στέμματος της Αραγωνίας, συνέχισε να διατηρεί τους δικούς της νόμους και συντάγματα, αλλά αυτά σταδιακά διαβρώνονταν κατά τη διαδικασία της μετάβασης από ένα συμβατικό έδαφος προς μια κεντρική κυριαρχία κτήσεων και από τον αγώνα του βασιλιά να πάρει από τα εδάφη όσο το δυνατό περισσότερη εξουσία μέχρι που τελικά αυτά να καταργηθούν, ως αποτέλεσμα της ήττας στον Πόλεμο της ισπανικής Διαδοχής.

Κατά τους επόμενους δύο αιώνες η Καταλωνία ήταν γενικά στη χαμένη πλευρά μιας σειράς πολέμων που οδήγησαν σταθερά σε έναν μεγαλύτερο συγκεντρωτισμό της εξουσίας στην Ισπανία. Παρά το γεγονός αυτό, μεταξύ του 16ου και 18ου αιώνα, ο ρόλος της πολιτικής κοινότητας στις τοπικές υποθέσεις και η γενική κυβέρνησης της χώρας αυξήθηκαν, ενώ οι βασιλικές εξουσίες παρέμειναν σχετικά περιορισμένες, ειδικά μετά από τα δύο τελευταία Δικαστήρια (του 1701-1702 και του 1705-1706). Οι εντάσεις μεταξύ των συνταγματικών καταλανικών οργάνων και της σταδιακά όλο και πιο συγκεντρωτικής Μοναρχίας, μαζί με άλλους παράγοντες, όπως η οικονομική κρίση, η παρουσία στρατού και οι εξεγέρσεις αγροτών, προκάλεσαν διάφορες συγκρούσεις, όπως η Καταλανική Εξέγερση, που ονομάζεται επίσης «Πόλεμος των Θεριστών» (1640-1652), στα πλαίσια του Γαλλο-ισπανικού Πολέμου, στον οποίο η Καταλωνία, με επικεφαλής τον πρόεδρο της Ζενεραλιτάτ, Pau Claris, κήρυξε την ίδια ως ανεξάρτητη δημοκρατία υπό γαλλική προστασία το 1641, και αργότερα και πάλι ως ένα πριγκιπάτο της Γαλλικής Μοναρχίας, ωστόσο οι Καταλανοί τελικά νικήθηκαν το 1652.

Το 1659, μετά τη Συνθήκη των Πυρηναίων, υπογεγραμμένη από τον Φίλιππο Δ´ της Ισπανίας, οι κομάρκες (κομητείες) των Roussillon, Petite, Vallespir και μέρος της Σερδάνια, τώρα γνωστή ως γαλλική Σερντάν, παραχωρήθηκαν στη Γαλλία. Τα πρόσφατα χρόνια, η περιοχή αυτή έχει γίνει γνωστή από τα εθνικιστικά πολιτικά κόμματα στην Καταλωνία ως Βόρεια Καταλωνία (Roussillon στα γαλλικά), μέρος των καταλανόφωνων περιοχών γνωστών ως καταλανικές Χώρες.

Στο τέλος του Πολέμου της ισπανικής Διαδοχής (στον οποίο οι Καταλανοί και ο στρατός τους, μαζί με τα άλλα βασίλεια του Στέμματος της Αραγωνίας, υποστήριξαν ανεπιτυχώς τη διεκδίκηση του θρόνου από τον Αρχιδούκα Κάρολο της Αυστρίας, ως Κάρολο Γ´ της Ισπανίας) ο νικητής του Οίκου των Βουρβόνων, Δούκας του Ανζού, πλέον Φίλιππος Ε΄ της Ισπανίας, κατέλαβε την πρωτεύουσα της Καταλωνίας στις 11 Σεπτεμβρίου 1714, ύστερα από μια μακρά πολιορκία, και το 1716 υπέγραψε τα διατάγματα Nueva Planta, με τα οποία καταργήθηκε το Στέμμα της Αραγωνίας και όλοι οι υπόλοιποι καταλανικοί θεσμοί και νόμοι (εκτός από το αστικό δίκαιο) και απαγορεύτηκε η χρήση της καταλανικής γλώσσας σε διοικητικό επίπεδο.

Μετά τα διατάγματα Nueva Planta

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Πτώση της Βαρκελώνης, 11 Σεπτεμβρίου 1714

Αργά κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, παρά τη στρατιωτική κατοχή, η επιβολή νέας υψηλής φορολογίας και η πολιτική οικονομία του Οίκου των Βουρβόνων, η Καταλωνία υπό ισπανική διοίκηση (τώρα ως επαρχία) συνέχισε τη διαδικασία της πρωτο-εκβιομηχάνισης, σχετικά βοηθούμενη στα τέλη του αιώνα, από την απαρχή του ανοικτού εμπορίου προς την Αμερική και από τις προστατευτικές πολιτικές που θεσπίστηκαν από την ισπανική κυβέρνηση, ώστε να γίνει ένα κέντρο της Ισπανικής εκβιομηχάνισης. Έως σήμερα, παραμένει μία από τις πιο βιομηχανοποιημένες περιοχές της Ισπανίας, μαζί με τη Μαδρίτη και τη Χώρα των Βάσκων. Το 1834, με διάταγμα του υπουργού Javier de Burgos, όλη η Ισπανία οργανώθηκε σε επαρχίες, συμπεριλαμβανομένης της Καταλωνίας, η οποίο διαιρέθηκε σε τέσσερις επαρχίες χωρίς κοινή διοίκηση.

Σε διάφορες περιπτώσεις κατά το πρώτο τρίτο του 20ου αιώνα, η Καταλωνία κέρδισε και έχασε διάφορους βαθμούς αυτονομίας, επαναφέροντας, μετά την ανακήρυξη της Δεύτερης ισπανικής Δημοκρατίας το 1931, τη Ζενεραλιτάτ ως θεσμό αυτοδιοίκησης, αλλά όπως και στις περισσότερες περιφέρειες της Ισπανίας, η καταλανική αυτονομία και ο πολιτισμός, συντρίφτηκαν σε έναν άνευ προηγουμένου βαθμό, μετά την ήττα της Δεύτερης ισπανικής Δημοκρατίας (που ιδρύθηκε το 1931) στον ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο (1936-1939) η οποία έφερε τον Φρανσίσκο Φράνκο στην εξουσία. Η δημόσια χρήση της καταλανικής γλώσσας απαγορεύτηκε εκ νέου, ύστερα από μια σύντομη περίοδο της γενικής ανάκαμψης.

Η εποχή του Φράνκο τελείωσε με τον θάνατο του Φράνκο το 1975, στην επακόλουθη ισπανική μετάβαση προς τη δημοκρατία, η Καταλωνία ανάκτησε πολιτική και πολιτιστική αυτονομία. Έγινε μία από τις αυτόνομες κοινότητες της Ισπανίας. Σε σύγκριση, η «Βόρεια Καταλωνία» στη Γαλλία δεν έχει καμία αυτονομία.

Κυβέρνηση και δίκαιο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Τα Καταλανικά Δικαστήρια (κοινοβούλιο), τον 15ο αιώνα, των οποίων προεδρεύει ο Φερδινάνδος Β´ της Αραγωνίας
Σφραγίδα της Γενικής Αντιπροσωπείας ή της Ζενεραλιτάτ της Καταλωνίας, με τον Άγιο Γεώργιο, προστάτη του ιδρύματος.
  • Cort General de Catalunya ή Corts Catalanes (Γενικό Δικαστήριο της Καταλωνίας ή καταλανικά Δικαστήρια): κοινοβουλευτικό σώμα και το κύριο όργανο του Πριγκιπάτου, που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια του 13ου αιώνα. Καλούμενο και προεδρευόμενο από τον βασιλέα, αποτελούμενο από τις τρεις οντότητες του βασιλείου και ενέκρινε τη νομοθεσία και την οικονομική συνεισφορά προς το στέμμα. Επίσης υπηρετούσε ως συμβούλιο του μονάρχη και ως δικαστήριο κατά τη διάρκεια της περιόδου των συνεδριάσεων.
  • Diputació del General ή Generalitat de Catalunya (Γενική Αντιπροσωπεία ή Ζενεραλιτάτ της Καταλωνίας): μόνιμο συμβούλιο των βουλευτών, που δημιουργήθηκε το 1359 από τα Δικαστήρια προκειμένου να εισπράξει τους γενικούς φόρους, και αργότερα απέκτησε πολιτική δύναμη και τα καθήκοντα εισαγγελέα, ώστε να γίνει το πιο σχετικό καταλανικό ίδρυμα κατά την πρώιμη σύγχρονη εποχή.
  • Consell de Cent de Barcelona (Συμβούλιο των Εκατό της Βαρκελώνης): θεσμικό όργανο της κυβέρνησης της πόλης της Βαρκελώνης, που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιάκωβου Α´. Η δημοτική αρχή στηριζόταν σε πέντε, αργότερα, έξι σύμβουλους (ηγουμένη από τον Conseller en cap, Επικεφαλής Σύμβουλος, που εκλέγονται από το Συμβούλιο των εκατό ατόμων (jurats).
  • Reial Audiència θα Reial Consell de Catalunya (Βασιλικό Κοινό και Βασιλικό Συμβούλιο της Καταλωνίας): το ανώτατο δικαστήριο της Καταλωνίας και έδρα της κυβέρνησης. Τα μέλη της εκλέγονταν από τον βασιλιά, και προεδρεύετο από τον πρύτανη (Canceller) κατά τη διάρκεια της απουσίας του βασιλιά και του αντιβασιλέα.
  • Conferència dels Tres Comuns (Διάσκεψη των Τριών Κοινών): κοινή συνάντηση των πιο δυναμικών οργάνων του Καταλανικού συνταγματικού συστήματος κατά τη διάρκεια του 17ου και 18ου αιώνα, η Γενική Αντιπροσωπεία, η Στρατιωτική Περιουσία και το Συμβούλιο των Εκατό, προκειμένου να συζητήσουν τα πολιτικά προβλήματα του Πριγκιπάτου.
  • Junta de Braços (Γενικές Κτήσεις): έκτακτο συμβούλιο της Ζενεραλιτάτ, που αποτελούταν από κάποια μέλη των Δικαστηρίων και λειτουργούσε όπως το σώμα αυτό, αλλά χωρίς επίσημη νομοθετική εξουσία.
  • Tribunal de Contrafaccions (Δικαστήριο των Παραβάσεων): δικαστήριο που δημιουργήθηκε από τα Δικαστήρια του 1701-1702 προκειμένου να διασφαλιστεί η εφαρμογή των συνταγμάτων και να λυθεί και να διωχθεί κάθε πράξη (συμπεριλαμβανομένου αυτών που γίνονται από τον βασιλιά ή τους αξιωματικούς του) αντίθετη με την καταλανική νομοθεσία. Τα μέλη του εκλέγονταν σε ισοτιμία από τα θεσμικά όργανα της επικράτειας και από τον βασιλιά. Αντιπροσώπευε μια σημαντική πρόοδο σχετικά με την εγγύηση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, ακόμη και σε Ευρωπαϊκό πλαίσιο.[8]
  • Usatges de Barcelona (Παραδόσεις της Βαρκελώνης): συλλογή εθίμων και νομοθεσιών με βάση το Ρωμαϊκό και Βησιγοτθικό δίκαιο της Κομητείας της Βαρκελώνης, που εφαρμόζονταν στην πράξη σε όλο το Πριγκιπάτο, τα οποία συνθέτουν τη βάση των καταλανικών συνταγμάτων.
  • Constitucions de Catalunya (καταλανικά συντάγματα): νόμοι που εκδίδονταν από τον βασιλιά και εγκρίνονταν από τα καταλανικά Δικαστήρια. Είχαν υπεροχή έναντι των άλλων νομικών κανόνων, και μπορούσαν να ανακληθούν μόνο από τα ίδια τα Δικαστήρια.
  • Capítols de Cort (Κεφάλαια του Δικαστηρίου): νόμοι που εκδίδονται από τα Δικαστήρια και επικυρώνονταν από τον βασιλιά.
  • Actes de Cort (Πράξεις των Δικαστηρίων): μικρές νομοθετικές πράξεις και άλλοι κανόνες και βαθμοί που εκδίδονται από τα Δικαστήρια και τα οποία δεν απαιτούσαν την επίσημη έγκριση του βασιλιά.

Ως Κράτος υπό βασιλική κυριαρχία, η Καταλωνία, όπως και οι άλλες πολιτικές οντότητες της περιόδου, δεν είχε δική του σημαία ή έμβλημα με τη σύγχρονη έννοια. Ωστόσο, πολλά από τα βασιλικά και άλλα σύμβολα χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να προσδιορίσει το Πριγκιπάτο και τα θεσμικά του όργανα.

Ο όρος «Πριγκιπάτο»

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κόμητες της Βαρκελώνης συχνά θεωρούνταν princeps ή primus inter pares ("πρώτοι μεταξύ ίσων") από τους άλλους κόμητες της ισπανικής Μαρκιωνίας, τόσο λόγω της στρατιωτικής και της οικονομικής τους ισχύος, όσο και λόγω της υπεροχής της Βαρκελώνης συγκριτικά με τις άλλες πόλεις.

Έτσι, ο Κόμης της Βαρκελώνης, Ραϋμόνδος Βερεγγάριος Α´ αποκαλούνταν «Πρίγκιπας της Βαρκελώνης, Κόμης της Ζιρόνας και Μαρκήσιος της Οσόνας» (princeps Barchinonensis, comes Gerundensis, marchio Ausonensis) σε Πράξη Αφιέρωσης από τον Καθεδρικό ναό της Βαρκελώνης (το 1058). Υπάρχουν επίσης αρκετές αναφορές για τον Πρίγκιπα σε διάφορα σημεία των Παραδόσεων της Βαρκελώνης, τη συλλογή των νόμων με τους οποίους κυβερνιόταν η κομητεία από τις αρχές του 11ου αιώνα. Η Παράδοση #64 αποκαλεί principatus την ομάδα των κομητειών που αποτελούσαν αυτές της Βαρκελώνης, της Ζιρόνας και της Οσόνας, όλες υπό την εξουσία του κόμη της Βαρκελώνης.[9]

Η πρώτη αναφορά στο Principatus Cathaloniae βρίσκεται στη σύγκληση των Δικαστηρίων στην Περπινιάν, το 1350, υπό την προεδρία του βασιλιά Πέτρου Δ´ της Αραγωνίας και Γ´ της Βαρκελώνης. Σκοπός της ήταν να δείξει ότι τα εδάφη που τελούσαν υπό τους νόμους που προέκυπταν από αυτά τα Δικαστήρια δεν ήταν ένα βασίλειο, αλλά η προέκταση της επικράτειας υπό την εξουσία του Κόμη της Βαρκελώνης, ο οποίος ήταν επίσης ο βασιλιάς της Αραγωνίας, όπως φαίνεται στο «Actas de las cortes generales de la Corona de Aragón 1362-1363».[10] Ωστόσο, φαίνεται πως υπάρχει μια παλαιότερη αναφορά, σε ένα πιο ανεπίσημο πλαίσιο, στα χρονικά του Ραμόν Μουντανέ.[εκκρεμεί παραπομπή]

Καθώς ο Κόμης της Βαρκελώνης και τα Δικαστήρια πρόσθεταν περισσότερες κομητείες υπό τη δικαιοδοσία τους, όπως η Κομητεία του Ουρζέλ, το όνομα «Καταλωνία», η οποία αποτελείται από διάφορες κομητείες με διαφορετικά ονόματα συμπεριλαμβανομένου της Κομητεία της Βαρκελώνης, χρησιμοποιήθηκε για το σύνολο των κομητειών αυτών. Οι όροι Καταλωνία και Καταλανοί συχνά χρησιμοποιούνταν για να αναφερθούν στην επικράτεια στη Βορειοανατολική Ισπανία και δυτική Μεσογειακή Γαλλία, καθώς και στους κατοίκους της, και όχι μόνο στην κομητεία της Βαρκελώνης, τουλάχιστον από τις αρχές του 12ου αιώνα, όπως δείχνουν οι πρώτες καταγραφές αυτών των ονομάτων στο Liber Maiolichinus (γύρω στο 1117-1125).

Το 1931, το Ρεπουμπλικανικό κίνημα ευνόησε την εγκατάλειψη των όρων αυτών, διότι σχετίζονταν ιστορικά με τη μοναρχία.

Η ονομασία «Πριγκιπάτο της Καταλωνίας» αφθονεί σε ιστορική τεκμηρίωση που αναφέρεται στην Καταλωνία από τα μέσα του δέκατου τέταρτου αιώνα μέχρι στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που διεξάγεται τις τελευταίες δεκαετίες, θεωρείται ότι ήταν κατά το δεύτερο μισό του δωδέκατου αιώνα όταν οι καταλανικές κομητείες σχημάτισαν μια ενιαία και συνεκτική πολιτική οντότητα που αποκαλούταν «Καταλωνία», παρόλο που η δικαιοδοσία σε αυτή ήταν χωρισμένη. Αυτό συνέβη επειδή οι κόμητες της Βαρκελώνης έγιναν από τη μία κυρίαρχοι στην πλειονότητα των καταλανικών κομητειών και από την άλλη βασιλείς της Αραγωνίας, πράγμα που τους βοήθησε να κυριαρχήσουν επί των υπόλοιπων αυτόνομων καταλανικών κομητών (του Παλιάρς, του Ουρζέλ και της Ενπούριες), σε περίπτωση που αυτοί δεν ήταν φεουδαρχικά υποτελείς τους, ενώ επίσης, ενσωμάτωσαν στον εκτεταμένο τομέα τους και τα Ισλαμικά εδάφη της Τορτόζας και της Λιέιδα. Από τον δέκατο τρίτο αιώνα, για μια πολιτική οντότητα που προκύπτει από αυτή τη διαδικασία, επανειλημμένα αναφερόταν ο όρος «βασίλειο» ως ένα μεσαιωνικό κράτος, δηλαδή τη μοναρχική κυβέρνηση πολιτικού καθεστώς του δημοσίου τομέα.

Εντούτοις, εδραιώθηκε επίσημα αυτή η ονομασία, επειδή, για διάφορους ιστορικούς λόγους, οι ηγεμόνες του Βασιλείου της Αραγωνίας δεν χρησιμοποιούσαν ποτέ τον τίτλο του «Βασιλιά της Καταλωνίας». Στο σημείο αυτό είναι όπου έρχεται η χρήση του όρου «πριγκιπάτο», αφού τουλάχιστον από τον δωδέκατο αιώνα, η λέξη ήταν συνώνυμο του συνολικού όρου «βασίλειο», το οποίο αναφερόταν γενικά σε πολιτικές οντότητες που κατηγοριοποιούν ιστοριογραφικά την έκφραση «Μεσαιωνικά Κράτη». Ωστόσο, δεν ήταν πριν τον δέκατο τέταρτο αιώνα και συγκεκριμένα από το 1350 και έπειτα, όταν μέσα από το έργο του Πέτρου Γ´ της Αραγωνίας, το Πριγκιπάτο της Καταλωνίας έγινε ένα επίσημο και δημοφιλές όνομα. Αυτή η πολιτική οντότητα ήταν μέρος κάποιων σύνθετων μοναρχιών ή δυναστικών συνενώσεων ως το Στέμμα της Αραγωνίας, η ισπανική Μοναρχία και το Βασίλειο της Γαλλίας (1641-1652), επί ίσοις όροις με άλλες πολιτικές κοινότητες της ίδιας εποχής, ή εξωτερικά σε σχέση με τέτοιες μεγάλες αυτοκρατορίες, όπως ήταν και τα βασίλεια της Καστίλης, της Αραγωνίας, της Βαλένθια, της Αγγλίας ή το Δουκάτο του Μιλάνου, για να αναφέρουμε μερικά.

Με την καταστροφή του καταλανικού Κράτους δια της βίας, ως αποτέλεσμα του Πολέμου της ισπανικής Διαδοχής (1705-1714), τα εδάφη που προσαρτώνται στην Καστίλλη γίνονται μια επαρχία ενός νέου και πιο ενοποιημένου Βασιλείου των Βουρβόνων της Ισπανίας, αλλά το «πριγκιπάτο» συνέχισε να αποτελεί την ονομασία της περιοχής, όπως μάρτυρα το Διάταγμα των Νέων Εγκαταστάσεων, που δημιούργησε το Βασιλικό Κοινό του Πριγκιπάτου της Καταλωνίας το 1716. Η κατάσταση αυτή παρέμεινε μέχρι που το Βασίλειο της Ισπανίας είχε διαμορφωθεί μόνιμα, παρά τους πολλούς Καρλικούς Πολέμους, σε ένα φιλελεύθερο κράτος το 1833, όταν ο Γραμματέας Javier de Burgos εξάλειψε την επαρχία του Πριγκιπάτου της Καταλωνίας, διαιρώντας την επικράτεια σε τέσσερις επαρχίες που εξακολουθούν έως σήμερα να υφίστανται. Έτσι ο όρος εξαφανίστηκε από τη διοικητική και πολιτική πραγματικότητα της χώρας.

Ούτε το Καταστατικό της Αυτονομίας της Καταλωνίας, ούτε το ισπανικό Σύνταγμα, ούτε το γαλλικό Σύνταγμα αναφέρουν αυτή την ονομασία, που όμως είναι αρκετά δημοφιλής μεταξύ των Καταλανών εθνικιστών και των υποστηρικτών της ανεξαρτησίας, παρά το γεγονός πως οι περισσότεροι από αυτούς είναι ρεπουμπλικάνοι.

Σε γκρι χρώμα, εδάφη όπου ομιλούνται τα καταλανικά.

Η Καταλωνία αποτελεί τον αρχικό πυρήνα όπου ομιλούνται τα καταλανικά. Η καταλανική γλώσσα μοιράζεται κοινά χαρακτηριστικά με τις λατινογενείς γλώσσες της Ιβερίας και της Γαλλο-λατινογενείς γλώσσες της νότιας Γαλλίας, ενώ θεωρείται από μια μειοψηφία των γλωσσολόγων ως Ιβηρο-Ρομανική γλώσσα (την ομάδα που περιλαμβάνει και τα ισπανικά), και από την πλειοψηφία τους ως Γαλατορομανική γλώσσα, όπως η γαλλική ή η Οξιτανική από την οποία τα καταλανικά διαφοροποιήθηκαν μεταξύ του 11ου και του 14ου αιώνα.[11]

Τα Καταλανικά είναι μία από τις τρεις επίσημες γλώσσες της αυτόνομης κοινότητας της Καταλωνίας, όπως δηλώνεται στο Καταλανικό Καθεστώς Αυτονομίας. Οι άλλες δύο είναι τα ισπανικά και τα οξιτανικά στην αρανική τους διάλεκτο. Τα καταλανικά δεν έχουν καμία επίσημη αναγνώριση στη «Βόρεια Καταλωνία».

Τα Καταλανικά έχουν επίσημο καθεστώς αναγνώρισης παράλληλα με τα ισπανικά στις Βαλεαρίδες Νήσους και στη Βαλενθιανική Χώρα (που ονομάζονται Βαλενθιανικά), καθώς και τα Αλγκερικά καταλανικά μαζί με τα ιταλικά στην πόλη Αλγκέρο ενώ στην Ανδόρρα είναι αναγνωρισμένα ως η μόνη επίσημη γλώσσα.

  1. Sesma Muñoz, José Angel. La Corona de Aragón. Una introducción crítica. Zaragoza: Caja de la Inmaculada, 2000 (Colección Mariano de Pano y Ruata - Dir. Guillermo Fatás Cabeza). (ISBN 84-95306-80-8).
  2. Conversi, Daniele (2014). «Modernity, globalization and nationalism: the age of frenzied boundary-building». Στο: Jackson, Jennifer. Nationalism, Ethnicity and Boundaries: Conceptualising and Understanding Identity Through Boundary Approaches. Routledge. σελ. 65. ISBN 1317600002. Ανακτήθηκε στις 17 Ιουνίου 2017. 
  3. Conversi, Daniele (2000). The Basques, the Catalans and Spain: Alternative Routes to Nationalist Mobilisation. University of Nevada Press. σελ. xv. ISBN 0874173620. Ανακτήθηκε στις 3 Ιανουαρίου 2017. [νεκρός σύνδεσμος]
  4. Bisson, Thomas Noël. Tormented voices. Power, crisis and humanity in rural Catalonia 1140–1200 (Harvard University Press, 1998)
  5. «Las Cortes Catalanas y la primera Generalidad medieval (s. XIII-XIV)». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Οκτωβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 2013. 
  6. According to John Huxtable Elliott, "Between 1347 and 1497 the Principality [Catalonia] had lost 37% of its inhabitants, and was reduced to a population of something like 300,000." John Huxtable Elliott (1984). The revolt of the Catalans: a study in the decline of Spain (1598–1640). Cambridge University Press. σελ. 26. ISBN 0-521-27890-2. 
  7. José Manuel Nieto Soria (2007). «Conceptos de España en tiempos de los Reyes Catolicos». Norba. Nueva Revista de Historia (Universidad de Extremadura) 19: 105–123. ISSN 0213-375X. http://dialnet.unirioja.es/descarga/articulo/2566415.pdf. 
  8. Albareda Salvadó, Joaquim (2010). La Guerra de Sucesión de España (1700–1714). σελίδες 182–183. 
  9. See Fita Colomé, Fidel, El principado de Cataluña. Razón de este nombre., Boletín de la Real Academia de la Historia, Vol. 40 (1902), p. 261. (In Spanish)
  10. BITECA Manid 2045: Barcelona: Arxiu Corona Aragó, vol. 948
  11. Riquer, Martí de, Història de la Literatura Catalana, vol. 1. Barcelona: Edicions Ariel, 1964

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]