Δουξ
Δουξ[α] (λατινικά: dux, πληθ. duces) στα Λατινικά σημαίνει -μεταξύ άλλων- ηγέτης, στρατηγός,[β] και αργότερα δούκας και τα παράγωγά του, όπως Δόγης, Ντούτσε κ.τλ. Κατά τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία, η λέξη dux μπορούσε να αναφέρεται σε οποιονδήποτε διοικούσε στρατεύματα, ακόμα και σε ξένους ηγέτες, αλλά δεν ήταν επίσημος στρατιωτικός βαθμός. Γράφοντας τα Απομνημονεύματα περί του γαλατικού πολέμου (Commentarii de bello gallico), ο Ιούλιος Καίσαρας χρησιμοποιεί τον όρο μόνο για τους Κέλτες στρατηγούς, με μια εξαίρεση για έναν Ρωμαίο διοικητή, ο οποίος δεν κατείχε κανέναν επίσημο βαθμό.[6]
Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αρχική χρήση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μέχρι τον 3ο αιώνα μ.Χ. ο όρος dux δεν ήταν ούτε επίσημη έκφραση ούτε βαθμός μέσα στην Ρωμαϊκή στρατιωτική ή διοικητική ιεραρχία.[7] Στο Ρωμαϊκό στρατό, δουξ μπορούσε να είναι ένας στρατηγός που ήταν επικεφαλής δύο ή περισσότερων λεγεώνων. Ενώ ο τίτλος δουξ μπορούσε να αναφερόταν σε ύπατο ή διοικητή (imperator), συνήθως αναφερόταν σε έπαρχο Ρωμαϊκών επαρχιών. Ως έπαρχος ο δουξ ήταν και ο ανώτερος διοικητικός αξιωματούχος, και ο στρατιωτικός διοικητής των Ρωμαϊκών λεγεώνων που στάθμευαν στα όρια της επαρχίας.
Αλλαγή της χρήσης του όρου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μέχρι τα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ., ο όρος είχε αποκτήσει μια πιο ακριβή έννοια, ορίζοντας τον διοικητή εκστρατευτικής δύναμης, αποτελούμενης συνήθως από αποσπάσματα (vexillationes) από έναν ή περισσότερους στρατιωτικούς σχηματισμούς. Τέτοιοι διορισμοί γίνονταν για να αντιμετωπιστούν συγκεκριμένες στρατιωτικές απειλές όταν η προς αντιμετώπιση απειλή φαινόταν μεγαλύτερη από τις δυνατότητες του είδους της τυπικής δύναμης του Ρωμαϊκού Στρατού που είχε τη βάση της στην επαρχία, στην περίοδο του απόγειου της Αυτοκρατορίας.[8]
Από την εποχή του Γαλλιηνού και για περισσότερο από έναν αιώνα, οι δούκες ήταν πάντα Viri Perfectissimi, δηλαδή μέλη της Δεύτερης Τάξης των Ιππέων.[9] Ως τέτοιοι θα είχαν μεγαλύτερο βαθμό από τους διοικητές των επαρχιακών λεγεώνων, οι οποίοι συνήθως ήταν Viri Egregii, Ιππείς Τρίτης Τάξης.[10] Οι Duces διέφεραν από τους praeses,[γ] στο ότι οι τελευταίοι ήταν η ανώτερη πολιτική και στρατιωτική αρχή των επαρχιών τους, ενώ οι εξουσία των πρώτων ήταν καθαρά στρατιωτική. Όμως, αυτή η στρατιωτική εξουσία δεν περιορίζονταν απαραίτητα μόνο σε μία επαρχία, και δεν φαίνεται ότι υπόκειντο στην εξουσία του κυβερνήτη της επαρχίας στην οποία τύγχανε να επιχειρούν.
Δεν ήταν παρά μόνο στο τέλος του 3ου αιώνα όταν ο όρος dux αναδείχθηκε ως τακτικός στρατιωτικός βαθμός που κατείχε ανώτερος αξιωματικός limitaneii – δηλαδή στρατευμάτων συνόρων σε αντίθεση με των comitatenses, στρατευμάτων του Αυτοκρατορικού Στρατού) – με ορισμένη γεωγραφική περιοχή ευθύνης.[δ]
Ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά τη διάρκεια της Ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (~284 μέχρι 565-610), Δεσποτική φάση, στα Λατινικά Dominate), οι εξουσίες του δουξ διαχωρίστηκαν από το ρόλο του κυβερνήτη και δόθηκαν στο νέο αξίωμα που ονομάστηκε dux. Τώρα ο δουξ ήταν το ανώτατο στρατιωτικό αξίωμα στην επαρχία και διοικητής των λεγεώνων, αλλά ο κυβερνήτης έπρεπε να εξουσιοδοτήσει τη χρήση των εξουσιών του δούκα. Αλλά από τη στιγμή που δινόταν η εξουσιοδότηση, ο δούξ μπορούσε να δράσει ανεξάρτητα από τον κυβερνήτη και να χειριστεί τα στρατιωτικά θέματα.
Μετά τη μεταρρύθμιση της Τετραρχίας του Διοκλητιανού, οι επαρχίες οργανώθηκαν σε Διοικήσεις (dioceses), κάθε μία από τις οποίες διοικούσε ένας Vicarius (Αντιπρόσωπος). Όπως με τους Κυβερνήτες των επαρχιών, έτσι και τον Vicarius βοηθούσε ένας δουξ. Αυτός δουξ ήταν ανώτερος από τους άλλους δούκες της Διοίκησης, και όταν ο vicarius καλούσε τις λεγεώνες της Διοίκησης σε δράση, ο δουξ τις είχε όλες υπό τις εντολές του. Το αξίωμα του δουξ ήταν κάτω από αυτό του magister militum (στρατιωτικός διοικητής), το οποίο ήταν κάτω από αυτό του praetorian prefect (Έπαρχος Πραιτορίων), πάνω από τον οποίο ήταν ο Αυτοκράτορας.
Κατοπινή εξέλιξη του όρου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά την Βυζαντινή περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο τίτλος dux επιβίωσε (στη Βυζαντινή γλώσσα δούξ, δούκες) ως βαθμός ίσος του στρατηγού. Στα τέλη του 10ου με αρχές του 11ου αιώνα, ο δούξ ή κατεπάνω ήταν επικεφαλής μεγάλων περιφερειών που αποτελούνταν από μικρότερα θέματα και επίσης επικεφαλής επαγγελματικών ταγμάτων του Βυζαντινού στρατού (σε αντίθεση με τις μεγάλες δυνάμεις που ομοίαζαν με εθνοφυλακές των περισσότερων θεμάτων).[εκκρεμεί παραπομπή] Κατά την περίοδο των Κομνηνών, ο τίτλος δουξ αντικατέστησε εντελώς τον τίτλο του στρατηγού[12] στον προσδιορισμό του στρατιωτικού αξιωματούχου επικεφαλής ενός θέματος. Στο Βυζαντινό Πολεμικό Ναυτικό εμφανίστηκαν δούκες του ναυτικού κατά τη δεκαετία το 1070, και κατά τη δεκαετία του 1090 δημιουργήθηκε το αξίωμα του μεγάλου δουκός ως Διοικητή όλου του Βυζαντινού Ναυτικού· δηλαδή ο μέγας δουξ ήταν το ανώτατο ναυτικό αξίωμα της εποχής.[12]
Ο τίτλος έδωσε επίσης το όνομα στην αριστοκρατική οικογένεια των Δουκών, η οποία κατά τους 9ο με 11ο αιώνα έδωσε πολλούς Βυζαντινούς αυτοκράτορες και στρατηγούς, ενώ αργότερα απόγονοι που έφεραν το όνομα (μητρογονικά από την αρχική οικογένεια) ίδρυσαν το Δεσποτάτο της Ηπείρου στην βορειοδυτική Ελλάδα.
Χρήση μετά τη Ρωμαϊκή εποχή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Βασιλιάς Αρθούρος, σε μία από τις πρώτες εμφανίσεις του στην λογοτεχνία περιγράφεται ως dux bellorum ("δουξ των μαχών") στους πολέμους των Ρωμαίο-Βρετανών εναντίον των Αγγλοσαξόνων. Ένα χρονικό από το μοναστήρι του Αγίου Μαρτίνου στην Κολωνία αναφέρει ότι το μοναστήρι είχε δεχθεί επιδρομή από τους Σάξονες το 778, αλλά ξανακτίστηκε από κάποιον "Olgerus, dux Daniæ" (ο οποίος μπορεί να ήταν το ιστορικό πρόσωπο γύρω από το οποίο χρίστηκε ο μύθος του Ogier τοπυ Δανού), με τη βοήθεια του Καρλομάγνου. Το Dux είναι επίσης η ρίζα για διάφορους φεουδαρχικούς τίτλους ευγενείας όπως (μέσω του Γαλλικού duc) το αγγλικό duke, το Ισπανικό και Πορτογαλικό duque, και το Βενετικό doge, το Ιταλικό duca και duce, και το Βυζαντινό δούκας.
Ο Ιταλός φασίστας δικτάτορας Μπενίτο Μουσολίνι χρησιμοποίησε τον τίτλο dux (στα Ιταλικά duce) για την ενσάρκωση της ηγεσίας του. Ένα φασιστικό μότο ήταν το "DVX MEA LVX", "Ο Ντούτσε είναι το Φως μου"[13].
Εκπαίδευση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Σε σχολεία στο Ηνωμένο Βασίλειο[14], την Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Νότια Αφρική, και Ισλανδία, dux είναι σύγχρονος τίτλος που δίνεται στον καλύτερο σπουδαστή σε ακαδημαϊκά ή αθλητικά επιτεύγματα (Dux Litterarum και Dux Ludorum αντίστοιχα) σε κάθε ακαδημαϊκό έτος. Ο δεύτερος μπορεί να πάρει τον τίτλο proxime accessit (που σημαίνει "ήρθε επόμενος/η") ή semidux.
- Στα Πορτογαλικά πανεπιστήμια ο Dux veteranorum είναι ο παλιότερος φοιτητής, που επιβλέπει συνήθως την praxe («τελετουργικό» μύησης πρωτοετών).
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Με τη σημασία όχι του μεταγενέστερου, προερχόμενου από τον γαλλικό τύπο duc, τίτλου ευγενείας, αλλά του στρατηλάτη και του ηγεμόνα.[1]
- ↑ To dux αποδίδεται στα ελληνικά ως ο «ηγούμενός τινος» ή «ηγεμών τινος», ο στρατιωτικός ηγέτης, ο στρατηγός και ο πολέμαρχος.[2] Το dux προκύπτει από το ρήμα duco που -μεταξύ άλλων- σημαίνει: άγω, ηγούμαι, προηγούμαι, προπορεύομαι.[3] Στα αρχαία ελληνικά υπάρχει καταγεγραμμένη χρήση μόνο του επιθέτου «δουκικός», από το λατ. ducianus[4] το οποίο σημαίνει αυτό που ανήκει στον διοικητή - ηγεμόνα και, ως ουσιαστικό, τον ακόλουθό του.[5]
- ↑ Στα Λατινικά ο επικεφαλής, από παραφθορά φράσεων όπως qui praeest ("αυτός που προΐσταται").
- ↑ Ο πρώτος δουξ που μαρτυρείται με συγκεκριμένη περιοχή ευθύνης φαίνεται ότι είναι ο Aur. Firminianus, dux limit. prov. Scyt ...[11] – δηλαδή dux των συνοριακών στρατευμάτων της επαρχίας της Σκυθίας, δεκαετία του 290 μ.Χ.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Ηπίτης, Αντώνιος Θ. (1911). Λεξικόν γαλλοελληνικόν. 1. Αθήνα: Εκ του τυπογραφείου Π.Α. Πετράκου. σελ. 738.
- ↑ Τσακαλώτος, Ευστράτιος (1889). Λεξικόν λατινοελληνικόν μετά συνοπτικής λατινικής γραμματολογίας (PDF). Αθήνα: Τύποις Π.Σ. Σακελλαρίου. σελ. 207. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 11 Αυγούστου 2017. Ανακτήθηκε στις 9 Ιουνίου 2017.
- ↑ Τσακαλώτος (1889), σελ. 204.
- ↑ Μέγα λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης. Α΄. Αθήνα: Εκ του τυπογραφείου των καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου. 1901. σελ. 645.
- ↑ «Definition of ducianus». Numen. The Latin Lexicon. Ανακτήθηκε στις 9 Ιουνίου 2017.
- ↑ Wiedemann, Thomas (1986). «The Fetiales: A Reconsideration». The Classical Quarterly 36:2 (Δεκέμβριος): 483. doi:. https://www.cambridge.org/core/journals/classical-quarterly/article/fetiales-a-reconsideration/8FB885B47F44DA27CF56F5F0618E481B. Ο Ρωμαίος που αποκαλείται dux είναι ο Πούπλιος Λικίνιος Κράσσος (Publius Licinius Crassus), ο οποίος ήταν πολύ νέος για να κατέχει βαθμό.
- ↑ Fergus Millar, The Roman Near East, 31 B.C.-A.D. 337 (Harvard University Press, 1993), p. 191 online.
- ↑ Smith, Prof. R.E. (1979). «Dux; Praepositus». Zeitschrift für Papyrologie und Epigraphik (ZPE), 36: σελ. 277–8.
- ↑ Christol,M. (1978). «Un duc dans une inscription de Termessos (Pisidie)». Chiron 8: 537–8.)
- ↑ Nagy, Prof. T. (1965). «Commanders of Legions in the age of Gallienus». Acta Archeologica Hungarica XVII: 290–307.
- ↑ (CIL III 764 = ILS 4103)
- ↑ 12,0 12,1 λ. «δουξ». Επίτομον Εγκλυκλοπαιδικόν Λεξικόν. Αθήνα: Ελευθερουδάκης. 1935. σελ. 927.
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Σεπτεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 1 Σεπτεμβρίου 2015.
- ↑ See for example: «Congratulations to Chris Gilmartin, awarded Dux of the School at Speech Day celebrations». Oundle School (via Twitter). Ανακτήθηκε στις 10 Αυγούστου 2015.
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Realencyclopädie der Classischen Altertumswissenschaft (Pauly–Wissowa)