Ακχισάρ
Συντεταγμένες: 38°55′26″N 27°50′24″E / 38.92389°N 27.84000°E
Ακχισάρ | |
---|---|
38°55′27″N 27°50′25″E | |
Χώρα | Τουρκία[1] |
Διοικητική υπαγωγή | Επαρχία Μανίσας[1] |
Διοίκηση | |
• Δήμαρχος | Besim Dutlulu (από 2019) |
Υψόμετρο | 93 μέτρα |
Πληθυσμός | 177.419 (2022)[2] |
Ταχ. κωδ. | 45200 |
Ζώνη ώρας | UTC+03:00 |
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος |
Σχετικά πολυμέσα | |
Το Ακχισάρ (τουρκικά: Akhisar), γνωστό στα ελληνικά κυρίως ως Θυάτειρα και Αξάρι[3], είναι πόλη της επαρχίας Μανίσα του διαμερίσματος Αιγαίου στη Δυτική Τουρκία. Αποτελεί έδρα δήμου και σύμφωνα με εκτίμηση του 2014, ο πληθυσμός του ανέρχεται σε 163.107 κατοίκους[4].
Τοποθεσία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Ακχισάρ είναι κτισμένο σε υψόμετρο 94 μέτρων, σε απόσταση 90 χιλιομέτρων βορειοανατολικά της Σμύρνης και 52 χλμ από την πόλη Μανίσα[5]. Βρίσκεται σε πεδιάδα, ενώ σε κοντινή απόσταση υπάρχουν διάφοροι λόφοι, καθώς και χαμηλά βουνά[5][6]. Νοτιοανατολικά της πόλης βρίσκεται η λίμνη Γυγαία ή Μαρμαρά[7] (τουρκικά: Marmara Gölü).
Ονομασία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η πόλη ήταν γνωστή κατά την αρχαιότητα ως Θυάτειρα, ενώ για την ίδια περίοδο παραδίδονται και άλλα ονόματα (Πελοπία, Ευίππη και Σεμίραμις). Η συγκεκριμένη ονομασία διατηρήθηκε και κατά τη βυζαντινή περίοδο, ενώ μετά την τουρκική κατάκτηση η πόλη μετονομάστηκε σε Ακχισάρ (Λευκό Κάστρο), που σύμφωνα με την παράδοση προέρχεται από κάποιο κάστρο ή φρούριο που υπήρχε εκεί. Από τη συγκεκριμένη λέξη προέρχεται και η ονομασία που επικράτησε στην καθομιλουμένη ελληνική για την πόλη (Αξάρι)[8].
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αρχαιότητα και Βυζάντιο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στην ίδια θέση με το σημερινό Ακχισάρ υπήρχε στην αρχαιότητα η λυδική πόλη των Θυατείρων, η οποία γύρω στο 500 π.Χ. πέρασε υπό περσική κυριαρχία. Αργότερα κατακτήθηκε από το αρχαίο ελληνικό βασίλειο των Μακεδόνων στη διάρκεια της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου κατά της Περσικής Αυτοκρατορίας, ενώ αναμορφώθηκε τον 3ο αι. π..Χ από τον Σέλευκο, ο οποίος εγκατέστησε σε αυτή αποίκους από τη Μακεδονία. Κατόπιν πέρασε στον έλεγχο της Περγάμου και του βασιλείου του Πόντου πριν κατακτηθεί από τους Ρωμαίους γύρω στο 80 π.Χ.
Αργότερα απετέλεσε μια από τις πρώτες χριστιανικές κοινότητες της Μικράς Ασίας και συγκαταλέγεται στις Επτά Εκκλησίες της Αποκάλυψης[9]. Κατά τη βυζαντινή περίοδο αποτέλεσε έδρα της επισκοπής Θυατείρων και οι κατά καιρούς προκαθήμενοί της συμμετείχαν στην Α΄, Β΄, Δ΄ και Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Ωστόσο με την πάροδο των αιώνων αναφέρεται πως η συγκεκριμένη επισκοπή παρήκμασε[10][11].
Οθωμανική περίοδος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις αρχές του 14ου αιώνα κατακτήθηκε από το τουρκομανικό εμιράτο των Σαρουχανιδών και το 1382 πέρασε υπό οθωμανικό έλεγχο[12]. Από τα τέλη του 17ου αιώνα, ξεκίνησαν να επισκέπτονται την - οθωμανική πλέον - πόλη περιηγητές διαφόρων εθνικοτήτων (αρχικά Άγγλοι), αναζητώντας και καταγράφοντας τα ερείπια των αρχαίων Θυάτειρων[13]. Ο Άγγλος περιηγητής Τζέικομπ Σπον που επισκέφθηκε την πόλη εκείνη την περίοδο, αναφέρει το Ακχισάρ ως μια αμιγώς μουσουλμανικό με πληθυσμό 4000-5000 χιλιάδων κατοίκων, επισημαίνοντας πως οι μόνοι μη μουσουλμάνοι ήταν ορισμένοι εργάτες, έμποροι και δούλοι από άλλα μέρη[14]. Ο Γάλλος διπλωμάτης και συγγραφέας Κλωντ-Σαρλ ντε Πεσονέλ που επισκέφθηκε το Ακχισάρ το 1750[15] θεώρησε την εκτίμηση του Σπον ως λανθασμένη, στηριζόμενος στην παρουσία χριστιανών και την ύπαρξη ενός ορθόδοξου και ενός αρμενικού ναού[14][15].
Τη δεκαετία του 1820 επισκέφθηκε το Ακχισάρ και ο αγγλικανός ιερέας Φράνσις Άραντελ, ο οποίος ανέφερε την ύπαρξη αρκετών αρχαιοτήτων, σημειώνοντας ακόμη πως η κύρια πηγή εσόδων της πόλης σχετιζόταν με το εμπόριο βαμβακερών μαλλιών, τα οποία κατόπιν στέλνονταν στη Σμύρνη[16]. Την ύπαρξη αρχαιοτήτων ανέφεραν και άλλοι περιηγητές που επισκέφθηκαν το Ακχισάρ τα επόμενα χρόνια[17]. Σε ό,τι αφορά τον πληθυσμό, αυτός περιλάμβανε Τούρκους, Έλληνες, Αρμένιους και Εβραίους, με τους πρώτους να αποτελούν την πλειοψηφία[18].
Το φθινόπωρο του 1895, μουσουλμανικός όχλος προχώρησε σε σφαγή εναντίον των Αρμενίων του Ακχισάρ. Σύμφωνα με υπολογισμούς, τα θύματα ανέρχονται σε πενήντα, ενώ η συγκεκριμένη επίθεση εντασσόταν στο πλαίσιο των ευρύτερων διωγμών που υπέστη το αρμενικό στοιχείο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκείνη την περίοδο[19]. Στα τέλη του 19ου και τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, ο πληθυσμός της πόλης ήταν σταθερός στους 12.000 κατοίκους. Οι Τούρκοι αποτελούσαν ακόμη την πλειοψηφία, ωστόσο η ελληνική κοινότητα παρουσίαζε αύξηση, κυμαινόμενη μεταξύ 5.000-7.000 ατόμων, οι οποίοι ήταν κυρίως τουρκόφωνοι και σε μεγάλο βαθμό απόγονοι μεταναστών από τα Κύθηρα, την Καισάρεια, τη Χίο, τη Λέσβο κ.α[20].
Πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή, εκτιμάται πως στο Ακχισάρ ζούσαν 22.000-23.000 κάτοικοι ανακατεμένοι σε μικτές συνοικίες. Οι κύριες πληθυσμιακές ομάδες ήταν οι Τούρκοι και οι Έλληνες[21]. Η ελληνική κοινότητα ήταν η δεύτερη πολυπληθέστερη, αριθμούσε περίπου 10.000 άτομα, διέθετε διάφορα εκπαιδευτικά και πολιτιστικά ιδρύματα, καθώς και κεντρικό ναό αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο[21][22].
Μικρασιατική εκστρατεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στα τέλη Μαΐου του 1919, κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής εκστρατείας, μικρή δύναμη του Ελληνικού Στρατού κατέλαβε προσωρινά το Ακχισάρ, από το οποίο αποχώρησε μερικές μέρες αργότερα. Σχετικά με την υποχώρηση υποστηρίζεται πως αυτή ήταν αποτέλεσμα της αντίδρασης του αντιπροσώπου των Μεγάλων Δυνάμεων στη Σμύρνη που δεν συναινούσε σε αυτή την ενέργεια, είτε - σύμφωνα με τον Τσελάλ Μπαγιάρ - τουρκικής αντεπίθεσης. Η πόλη κατελήφθη εκ νέου στις 9 Ιουνίου του 1920 από απόσπασμα της 13ης Μεραρχίας[23] και παρέμεινε υπό ελληνικό έλεγχο μέχρι το βράδυ της 22ας Αυγούστου[24] του 1922.
Μαζί με τις ελληνικές δυνάμεις αποχώρησε και μικρό μέρος των Ελλήνων της πόλης, καθώς οι περισσότεροι αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν τις περιουσίες τους. Τη νύχτα της 22ας προς 23η Αυγούστου πραγματοποιήθηκε επίθεση από τσέτες, οι οποίοι μετά από αψιμαχίες με Έλληνες ενόπλους επικράτησαν προβαίνοντας σε λεηλασίες και μεμονωμένους φόνους και βιασμούς μέχρι να περιοριστούν από τον επικεφαλής τους και κάτοικο του Ακχισάρ, Κιόρ Μπεχλιβάν. Την επόμενη μέρα εισήλθαν στο Ακχισάρ και δυνάμεις του τακτικού τουρκικού στρατού. Ακολούθησε μάχη με Αρμένιους που είχαν καταφύγει εντός του ενοριακού τους ναού (αναφέρεται πως σκοτώθηκαν όλοι) και δύο μέρες αργότερα ξεκίνησε η σφαγή των Ελλήνων του Ακχισάρ, οι οποίοι εξοντώθηκαν μαζικά εντός της πόλης, αλλά και σε παρακείμενες τοποθεσίες όπως η κοιλάδα Τσαγλάκ Ντερέ και η χαράδρα Κιρτίκ Ντερέ. Σύμφωνα με τον συγγραφέα και ιστορικό Απόλλωνα Λεονταρίτη ο ακριβής αριθμός των θυμάτων της σφαγής παραμένει άγνωστος, ενώ ο συγγραφέας Ελευθέριος Κασιάνης τα υπολογίζει κοντά στις 7000[25].
Σύγχρονη εποχή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά το τέλος του Ελληνοτουρκικού Πολέμου και την ανταλλαγή πληθυσμών που ακολούθησε, εγκαταστάθηκαν στο Ακχισάρ Τούρκοι πρόσφυγες από τα Βαλκάνια (Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία κλπ). Τα επόμενα χρόνια, η πόλη γνώρισε οικονομική ανάπτυξη, ενώ ανάλογη ήταν και η αύξηση του πληθυσμού[26], η οποία υπήρξε κατακόρυφη τη δεκαετία του 2010.
Οικονομία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σημαντική για την τοπική οικονομία είναι η παραγωγή και το εμπόριο καπνού που υπολογίζεται πως τη δεκαετία του 1970 απασχολούσε την πλειοψηφία των κατοίκων της πόλης. Ακόμη, στο Ακχισάρ και τις γειτονικές περιοχές παράγονται σταφύλια, κρασί, οπωροκηπευτικά κ.ά. αγροτικά προϊόντα[27], ενώ τις τελευταίες δεκαετίες έχει αναπτυχθεί και η βιομηχανία.
Μνημεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πέρα από τα απομεινάρια των αρχαίων Θυατείρων, άλλα σημεία ενδιαφέροντος στο Ακχισάρ είναι το Ολού τζαμί (τουρκ: Ulucami), στη θέση του οποίου εικάζεται πως βρισκόταν ο βυζαντινός ναός του Αγίου Βασιλείου, το τζαμί Γκιουλρούχ Σουλτάν, η βιβλιοθήκη Ζεϊνελζαδέ, το Πασά Ιμαρέτ κ.ά[28].
Αθλητισμός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στο Ακχισάρ εδρεύει ο ποδοσφαιρικός σύλλογος Ακχισάρ Μπελεντίγεσπορ, ο οποίος ιδρύθηκε το 1970 και έχει κατακτήσει ένα Κύπελλο Τουρκίας.
Προσωπικότητες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Ρεσάτ Καγιαλί[29] (1881-1926), Τούρκος πολιτικός.
- Κιορ Μπεχλιβάν, Τούρκος οπλαρχηγός.
- Νίκος Κονιαλίδης (1908-1990), Έλληνας επιχειρηματίας και ευεργέτης.
- Κώστας Κονιαλίδης (1913-1981), Έλληνας επιχειρηματίας.
- Οζγκέ Γκιουρλέρ-Ακίν (1985), Τουρκάλα σπρίντερ.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 GEOnet Names Server. 11 Ιουνίου 2018. 11849396.
- ↑ www
.nufusu .com /ilce /akhisar _manisa-nufusu. - ↑ Ελευθ. Θ. Κασιάνης, Τα Θυάτειρα (Το Αξάρι). Η ιστορική πολιτεία της Μικράς Ασίας από τα αρχαία χρόνια ως τη Μικρασιατική Καταστροφή, Έκδοσις Ενώσεως Σμυρναίων Αθηνών, Αθήναι 1981, σελ. 27.
- ↑ «WebCite query result». www.webcitation.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Φεβρουαρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 1 Νοεμβρίου 2019.
- ↑ 5,0 5,1 «Genel Coğrafi Özellikler». akhisar.bel.tr (στα Τουρκικά). Akhisar Belediyesi. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Ιανουαρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 1 Νοεμβρίου 2019.
- ↑ Κασιάνης, 1981, σελ. 43.
- ↑ Κασιάνης, 1981, σελ. 39.
- ↑ Κασιάνης, 1981, σελ. 44-46, 59.
- ↑ Παν. Ν. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», 53η έκδοση, Αθήναι 2009, σελ. 977.
- ↑ Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, Αθήναι 1965, τόμος 6ος, σελ. 557-560.
- ↑ Κασιάνης, 1981, σελ. 119-120.
- ↑ Κασιάνης, 1981, σελ. 46.
- ↑ Κασιάνης, 1981, σελ. 49-51, 71.
- ↑ 14,0 14,1 Κασιάνης, 1981, σελ. 69.
- ↑ 15,0 15,1 Claude Charles Peyssonnel, Observations historiques et géographiques sur les peuples barbares qui ont habité les bords du Danube et du Pont-Euxin, Paris 1765, σελ. 243, 251-252.
- ↑ Κασιάνης, 1981, σελ. 71-74.
- ↑ Κασιάνης, 1981, σελ. 74-76.
- ↑ Κασιάνης, 1981, σελ. 29-30.
- ↑ Arman Dzhonovich Kirakosian, British Diplomacy and the Armenian Question. From the 1830s to 1914, Gomidas Institute, 2003, σελ. 260.
- ↑ Κασιάνης, 1981, σελ. 137, 144.
- ↑ 21,0 21,1 Κασιάνης, 1981, σελ. 137-139.
- ↑ Κασιάνης, 1981, σελ. 166.
- ↑ Κασιάνης, 1981, σελ. 155-158.
- ↑ Κασιάνης, 1981, σελ. 164.
- ↑ Κασιάνης, 1981, σελ. 162-167.
- ↑ Κασιάνης, 1981, σελ. 30.
- ↑ Κασιάνης, 1981, σελ. 150.
- ↑ Κασιάνης, 1981, σελ. 145.
- ↑ «Kahramanlarımız». akhisar.bel.tr (στα Τουρκικά). Akhisar Belediyesi. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Ιανουαρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 1 Νοεμβρίου 2019.