Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αγιογραφία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Αγιογραφία είναι η τέχνη της απεικόνισης ιερών προσώπων ή θρησκευτικών σκηνών· είναι η ζωγραφική παράσταση θρησκευτικών θεμάτων[1]. Οι αγιογραφίες αντλούν τα θέματά τους από τη ζωή και κυρίως τα θαύματα των ανδρών και γυναικών που αγιοποιήθηκαν από την Εκκλησία. Η αγιογραφία είναι κεντρικής σημασίας στην Ορθόδοξη παράδοση και λιγότερο στις Δυτικές Χριστιανικές παραδόσεις όπως η Ρωμαιοκαθολική και Αγγλικανική.

Σύμφωνα με την Ορθόδοξη παράδοση, η αγιογραφική εικόνα δεν στοχεύει σε μια ρεαλιστική αναπαράσταση ενός προσώπου αλλά έχει πρωτίστως πνευματική σημειολογία αφού μέσω αυτής μπορεί να επιτευχθεί μια σχέση ζωής με τον Θεό και τους Αγίους Του. Η εικόνα δημιουργεί μια αίσθηση ζωντανής παρουσίας και φέρνει τον πιστό σε προσωπική σχέση και επαφή με την υπόσταση του εικονιζόμενου. Η αγιογραφία λοιπόν δε θεωρείται ως ένα απλό έργο τέχνης ή ένας θρησκευτικός πίνακας αλλά είναι ένα μέσο με το οποίο ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει στην αγιότητα.

Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι η προσκύνηση της εικόνας «διαβαίνει» μέσω της ορατής εικόνας στο πρωτότυπο, δηλ. στο πραγματικά υπάρχον άγιο πρόσωπο το οποίο εικονίζεται.[2]

Η εκκλησιαστική παράδοση αναφέρει ότι η πρώτη εικόνα, με την έννοια της αναπαραστάσεως, έγινε από τον ίδιο τον Χριστό και μάλιστα αχειροποίητη. Η ιστορία της εικόνας αυτής συνοπτικά έχει ως εξής: Ο Aύγαρος, βασιλιάς στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας, υπέφερε από λέπρα. Έγραψε, λοιπόν στον Κύριο επιστολή, με την οποία τον παρακαλούσε να πάει στην Έδεσσα για να τον θεραπεύσει. Την επιστολή μετέφερε στην Παλαιστίνη ο υπηρέτης του Ανανίας. Αυτός προσπάθησε και να ζωγραφίσει τον Κύριο χωρίς όμως να το κατορθώσει. Ο Κύριος που αντιλήφθηκε την προσπάθεια του Ανανία, ζήτησε νερό για να νιφτεί και σκούπισε το πρόσωπό Του με ένα μανδήλιο. Η θεία μορφή του Κυρίου αποτυπώθηκε θαυματουργικά και το εν λόγω μανδήλιο είναι γνωστό ως το Άγιο Μανδήλιο. Ακόμη η παράδοση αναφέρει ως πρώτο αγιογράφο τον Ευαγγελιστή Λουκά. Ο Ευαγγελιστής πρώτος ζωγράφισε τρεις εικόνες (από κερί, μαστίχα και χρώμα) της Υπεραγίας Θεοτόκου φέρουσα στην αγκαλιά της τον Κύριο Ιησού Χριστό. Κατόπιν τις πρόσφερε στην ίδια θέλοντας να μάθει εάν είναι αρεστές σε αυτήν. Η Μητέρα του Κυρίου τις δέχτηκε με αγάπη και είπε: «Η χάρις του εξ εμού τεχθέντος είη δι' εμού μετ' αυτών». Από αυτές τις τρεις άγιες εικόνες, η μία βρίσκεται στην Πελοπόννησο στην Ιερά Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, η δεύτερη στη Ρωσία και η τρίτη εικόνα βρίσκεται στην Κύπρο στην Ιερά Μονή του Κύκκου. Επίσης κατά την παράδοση ο Ευαγγελιστής Λουκάς ζωγράφισε και τις εικόνες των Αγίων Αποστόλων[3].

Οι ιστορικοί διαιρούν την ιστορία της Βυζαντινής αγιογραφίας σε τέσσερις περιόδους:

  1. Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα
  2. Παλαμάς, Γρηγόριος. Φιλοκαλία, Προς τη μοναχή Ξένη. σελ. 268, τ. Δ'. 
  3. «Ιστορική Πορεία της Αγιογραφίας, I.Μ. Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Νοεμβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 2010. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]