πόλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πόλη | οι | πόλεις |
γενική | της | πόλης* | των | πόλεων |
αιτιατική | την | πόλη | τις | πόλεις |
κλητική | πόλη | πόλεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πόλεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πόλη < αρχαία ελληνική πόλις [1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tpolH- < *tpelH- (οχύρωση). Δείτε και πολιτεία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpo.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πό‐λη
- ομόηχο: πόλοι
- τονικά παρώνυμα: πολύ, πολλοί, πολλή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπόλη θηλυκό
- (γεωγραφία) οικισμός με πολλά σπίτια, κατοίκους και διάφορες διοικητικές, οικονομικές ή άλλες υπηρεσίες
- (συνεκδοχικά) το σύνολο όσων κατοικούν σε μια πόλη
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαθέμα πολιτ- → δείτε πολίτης για λέξεις όπως
Μεταφράσεις
επεξεργασία πόλη
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πόλη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας