τις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΑντωνυμία
επεξεργασίατις (αόριστη ή ερωτηματική αρχαία αντωνυμία)
- (αρχαιοπρεπές) μονοτονική γραφή του τίς, αρσενικού γένους: κάποιος (αόριστη), ποιος; (ερωτηματική αντωνυμία)
- Σημειώσεις: η ερωτηματική αντωνυμία, προφέρεται τονισμένη: ΔΦΑ : /ˈtis/
- ⮡ τις ει; - τίς εἶ;
- ⮡ τις πταίει; - τίς πταίει;
Δείτε επίσης
επεξεργασίαεκφράσεις με τους αρχαίους κλιτικούς τύπους της αντωνυμίας τίς
- εν τινι
- εν τινι τρόπω - ἔν τινι τρόπῳ
- τίνι τρόπω; - τίνι τρόπῳ;
- τίνι;
- τις ει; - τίς εἶ;
- τις πταίει;
Προφορά
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος αντωνυμίας
επεξεργασίατις
- αδύνατος τύπος της προσωπικής αντωνυμίας αυτές γ΄ προσώπου, θηλυκού γένους, αιτιατικής πληθυντικού
- — Τις είδα προχτές. — Ποιες; — Τις ξαδέρφες σου. Είχαν έρθει στη Βάρκιζα για μπάνιο.
Άλλες μορφές
επεξεργασία- τες (ιδιωματικό)
Σημειώσεις
επεξεργασία- Για τον τόνο στο τίς δείτε Παράρτημα:Γραμματική (νέα_ελληνικά)#μονοσύλλαβα με τόνο.
Κλιτικός τύπος άρθρου
επεξεργασίατις θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- το θηλυκό οριστικό άρθρο στην αιτιατική πληθυντικού
- — Τις είδα προχτές. — Ποιες; — Τις ξαδέρφες σου. Είχαν έρθει στη Βάρκιζα για μπάνιο.
- ⮡ βγαίνει τις μικρές ώρες
- ⮡ να αποφεύγεις τις κακοτοπιές!
Άλλες μορφές
επεξεργασία- τες (ιδιωματικό)
Δείτε επίσης
επεξεργασίακλίσεις των άρθρων
επεξεργασίααρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
---|---|---|---|
ονομαστική ενικού | ο | η | το |
γενική ενικού + σε |
του στου |
της στης |
του στου |
αιτιατική ενικού + σε |
τον στον |
τη(ν) στη(ν) |
το στο |
ονομαστική πληθυντικού | οι | οι | τα |
γενική πληθυντικού + σε |
των στων |
των στων |
των στων |
αιτιατική πληθυντικού + σε |
τους στους |
τις στις |
τα στα |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑντωνυμία
επεξεργασίατις