From Wiktionary, the free dictionary
From Proto-Indo-European *yéh₂ .
IPA (key ) : /ɛ̂ː.mos/ → /ˈi.mos/ → /ˈi.mos/
ἦμος • (êmos )
when ( relative ) , at which time
type
interrogative
indefinite
(medial) demonstrative
proximal demonstrative
distal demonstrative
relative
indefinite relative
identity
other
basic
τίς
τις , ἔνιοι
†ὁ , οὗτος
ὅδε
ἐκεῖνος
ὅς
ὅστις
ὁ αὐτός (αὑτός ), ὁμός
ἕτερος , ἄλλος
dual
πότερος
πότερος , ποτερός
ὁπότερος
quality
ποῖος
ποιός
†τοῖος , τοιοῦτος
τοιόσδε
οἷος
ὁποῖος
ὅμοιος
ἑτεροῖος , ἀλλοῖος
quantity
πόσος
ποσός
†τόσος , τοσοῦτος
τοσόσδε
ὅσος
ὁπόσος
manner
πῶς
πως
†τώς , †ὥς , οὕτως
ὧδε
ὡς
ὅπως
ὁμῶς
ἑτέρως , ἄλλως
method, path, place
πῇ
πῃ
τῇ , ταύτῃ
τῇδε
ἐκείνῃ
ᾗ
ὅπῃ
ἄλλῃ
place
ποῦ , †πόθι
που , †ποθι
ἐνταῦθα
ἐνθάδε
ἐκεῖ , ἔνθα , †ἐκεῖθι
οὗ , ἔνθα , †ὅθι
ὅπου , †ὁπόθι
αὐτόθι , ὁμοῦ
ἄλλοθι
source
πόθεν
ποθεν
†τόθεν , ἔνθεν , ἐντεῦθεν
ἐνθένδε
ἐκεῖθεν
ὅθεν
ὁπόθεν
†ὁμόθεν
ἄλλοθεν
destination
ποῖ , †πόσε
ποι
ἔνθα , ἐνταῦθα
ἐνθάδε , δεῦρο
ἐκεῖσε
οἷ
ὅποι , †ὁπόσε
αὐτόσε , ὁμόσε
ἄλλοσε
time
πότε , πῆμος
ποτέ , ποτε , τοτέ , ἐνίοτε
τότε , τῆμος
τημόσδε
ὅτε , ἦμος
ὁπότε , †ὁππῆμος
ἅμα
ἄλλοτε
exact time
πηνίκα
†τηνίκα , τηνικαῦτα
τηνικάδε
ἡνίκα
ὁπηνίκα
αὐτίκα
duration of time
τέως
ἕως
size, age
πηλίκος
πηλίκος
†τηλίκος , τηλικοῦτος
τηλικόσδε
ἡλίκος
ὁπηλίκος
ὁμῆλιξ
repetition
ποσάκις , ποσίνδα
ποσάκις
τουτάκις , τοσάκις
†ὁσάκις ὁποσάκις
ὁποσάκις
multiplication
ποσαπλάσιος
ὁσαπλάσιος , ὁσαπλασίων
order
πόστος
ποστός
ὁπόστος
† Forms rarely or never used in Classical Attic prose Relative also used in exclamations; either relative or indefinite relative used in indirect questions.