περιορισμός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]περιορισμός • (periorismós) m (plural περιορισμοί)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | περιορισμός (periorismós) | περιορισμοί (periorismoí) |
genitive | περιορισμού (periorismoú) | περιορισμών (periorismón) |
accusative | περιορισμό (periorismó) | περιορισμούς (periorismoús) |
vocative | περιορισμέ (periorismé) | περιορισμοί (periorismoí) |