παρατήρηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]παρατήρηση • (paratírisi) f (plural παρατηρήσεις)
- comment, observation, remark
- rebuke, reprimand
- Tου έκαναν παρατήρηση, γιατί ήταν εκπρόθεσμος.
- Tou ékanan paratírisi, giatí ítan ekpróthesmos.
- He was reprimanded because he was out of time.
- (military) surveillance, reconnaissance, systematic monitoring of the enemy's positions and movements
- Το στρατιωτικό αεροπορία εξελίχτηκε αρχικά σε μέσο ως αποστολές παρατήρησης των βολών του πυροβολικού και πτήσεις αναγνώρισης (Νικολουδάκης, 2015).
- To stratiotikó aeroporía exelíchtike archiká se méso os apostolés paratírisis ton volón tou pyrovolikoú kai ptíseis anagnórisis (Nikoloudákis, 2015).
- Military aviation initially evolved into a means of artillery surveillance missions and reconnaissance flights (Nikoloudakis, 2015).
Declension
[edit]Declension of παρατήρηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | παρατήρηση • | παρατηρήσεις • | |
genitive | παρατήρησης • | παρατηρήσεων • | |
accusative | παρατήρηση • | παρατηρήσεις • | |
vocative | παρατήρηση • | παρατηρήσεις • | |
Older or formal genitive singular: παρατηρήσεως • |
Related terms
[edit]- see: παρατηρώ (paratiró, “notice, observe”) and παρά (pará), τήρηση f (tírisi, “observing, observation”)
Further reading
[edit]- παρατήρηση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language