ουτοπικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ουτοπικός • (outopikós) m (feminine ουτοπική, neuter ουτοπικό)
Declension
[edit]Declension of ουτοπικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ουτοπικός • | ουτοπική • | ουτοπικό • | ουτοπικοί • | ουτοπικές • | ουτοπικά • |
genitive | ουτοπικού • | ουτοπικής • | ουτοπικού • | ουτοπικών • | ουτοπικών • | ουτοπικών • |
accusative | ουτοπικό • | ουτοπική • | ουτοπικό • | ουτοπικούς • | ουτοπικές • | ουτοπικά • |
vocative | ουτοπικέ • | ουτοπική • | ουτοπικό • | ουτοπικοί • | ουτοπικές • | ουτοπικά • |
Related terms
[edit]- ουτοπία f (outopía, “utopia”)
- ουτοπιστής m (outopistís, “utopian”)
- ουτοπίστρια f (outopístria, “utopian”)