ελευθερία

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek ἐλευθερία (eleuthería).[1] Compare the inherited λευτεριά (lefteriá).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /e.le.fθeˈɾi.a/
  • Hyphenation: ε‧λευ‧θε‧ρί‧α

Noun

[edit]

ελευθερία (eleftheríaf (plural ελευθερίες)

  1. freedom, liberty
    • 2008, The Constitution of Greece, Part Two, Article 5, Paragraph 3:
      Η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστη.
      I prosopikí elefthería eínai aparavíasti.
      Personal liberty is inviolable.
    • 2015, Αργύρης Ματακιάς, Δοκίμια Εκθέσεων,Pelekanos Books (publ.), page 268.
      Ο Ε. Π. Παπανούτσος, χωρίς να απορρίπτει βέβαια τις άλλες μορφές ελευθερίας (πολιτική, νομική), στέκεται περισσότερο σε κάποια μορφή ελευθερίας που διατηρεί μια εσωστρέφεια, μια εσωτερικότητα.
      O E. P. Papanoútsos, chorís na aporríptei vévaia tis álles morfés eleftherías (politikí, nomikí), stéketai perissótero se kápoia morfí eleftherías pou diatireí mia esostréfeia, mia esoterikótita.
      (please add an English translation of this quotation)
    Synonym: λευτεριά (lefteriá)
    Antonym: ανελευθερία (anelefthería)
    Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας.
    Káthe prósopo échei dikaíoma stin elefthería sképsis, syneídisis kai thriskeías.
    Everyone has the right to freedom of thought, conscience and religion.

Declension

[edit]
[edit]
Stem ελευθερ-

Stem λευτερ- see λεύτερος (léfteros, free) (colloquial, literature)

References

[edit]
  1. ^ ελευθερία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language

Further reading

[edit]