δυσανάγνωστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Koine Greek δυσανάγνωστος (dusanágnōstos).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]δυσανάγνωστος • (dysanágnostos) m
- unreadable, illegible (impossible to decipher)
- (figuratively) unreadable (poorly written)
Declension
[edit]Declension of δυσανάγνωστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δυσανάγνωστος • | δυσανάγνωστη • | δυσανάγνωστο • | δυσανάγνωστοι • | δυσανάγνωστες • | δυσανάγνωστα • |
genitive | δυσανάγνωστου • | δυσανάγνωστης • | δυσανάγνωστου • | δυσανάγνωστων • | δυσανάγνωστων • | δυσανάγνωστων • |
accusative | δυσανάγνωστο • | δυσανάγνωστη • | δυσανάγνωστο • | δυσανάγνωστους • | δυσανάγνωστες • | δυσανάγνωστα • |
vocative | δυσανάγνωστε • | δυσανάγνωστη • | δυσανάγνωστο • | δυσανάγνωστοι • | δυσανάγνωστες • | δυσανάγνωστα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δυσανάγνωστος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δυσανάγνωστος, etc.) |
Antonyms
[edit]- ευανάγνωστος (evanágnostos)
References
[edit]- δυσανάγνωστος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language