δυσάρεστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek δυσάρεστος (dusárestos, “cantankerous, cranky”), with semantic loan from French désagréable.[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]δυσάρεστος • (dysárestos) m (feminine δυσάρεστη, neuter δυσάρεστο)
- unpleasant, displeasing, disagreeable
- Antonym: ευχάριστος (efcháristos)
Declension
[edit]Declension of δυσάρεστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δυσάρεστος • | δυσάρεστη • | δυσάρεστο • | δυσάρεστοι • | δυσάρεστες • | δυσάρεστα • |
genitive | δυσάρεστου • | δυσάρεστης • | δυσάρεστου • | δυσάρεστων • | δυσάρεστων • | δυσάρεστων • |
accusative | δυσάρεστο • | δυσάρεστη • | δυσάρεστο • | δυσάρεστους • | δυσάρεστες • | δυσάρεστα • |
vocative | δυσάρεστε • | δυσάρεστη • | δυσάρεστο • | δυσάρεστοι • | δυσάρεστες • | δυσάρεστα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δυσάρεστος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δυσάρεστος, etc.) |
Derived terms
[edit]- δυσάρεστα (dysáresta, adverb)
Related terms
[edit]- δυσαρεστώ (dysarestó)
References
[edit]- ^ δυσάρεστος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language