διαιρετέος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek διαιρετέον n (diairetéon, that which is to be divided) with semantic loan from French dividende.[1] By surface analysis, διαιρώ (diairó) +‎ -τέος (-téos).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ði.e.ɾeˈte.os/
  • Hyphenation: δι‧αι‧ρε‧τέ‧ος

Adjective

[edit]

διαιρετέος (diairetéosm (feminine διαιρετέα, neuter διαιρετέο)

  1. divisible, that which can be divided

Declension

[edit]
Declension of διαιρετέος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διαιρετέος (diairetéos) διαιρετέα (diairetéa) διαιρετέο (diairetéo) διαιρετέοι (diairetéoi) διαιρετέες (diairetées) διαιρετέα (diairetéa)
genitive διαιρετέου (diairetéou) διαιρετέας (diairetéas) διαιρετέου (diairetéou) διαιρετέων (diairetéon) διαιρετέων (diairetéon) διαιρετέων (diairetéon)
accusative διαιρετέο (diairetéo) διαιρετέα (diairetéa) διαιρετέο (diairetéo) διαιρετέους (diairetéous) διαιρετέες (diairetées) διαιρετέα (diairetéa)
vocative διαιρετέε (diairetée) διαιρετέα (diairetéa) διαιρετέο (diairetéo) διαιρετέοι (diairetéoi) διαιρετέες (diairetées) διαιρετέα (diairetéa)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διαιρετέος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διαιρετέος, etc.)

[edit]

Noun

[edit]

διαιρετέος (diairetéosm (plural διαιρετέοι)

  1. (mathematics) dividend (the number to be divided; numerator)

Declension

[edit]
singular plural
nominative διαιρετέος (diairetéos) διαιρετέοι (diairetéoi)
genitive διαιρετέου (diairetéou) διαιρετέων (diairetéon)
accusative διαιρετέο (diairetéo) διαιρετέους (diairetéous)
vocative διαιρετέε (diairetée) διαιρετέοι (diairetéoi)

See also

[edit]

References

[edit]
  1. ^ διαιρετέος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language