αφρισμένος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect passive participle of αφρίζω (afrízo), a verb with no passive forms.

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.fɾiˈzme.nos/
  • Hyphenation: α‧φρι‧σμέ‧νος

Participle

[edit]

αφρισμένος (afrisménosm (feminine αφρισμένη, neuter αφρισμένο)

  1. foamy
    τα αφρισμένα κύματα της θάλασσας, αφρισμένη θάλασσα
    ta afrisména kýmata tis thálassas, afrisméni thálassa
    the foamy waves of the sea, foamy sea
  2. (figuratively) foaming, frenzied

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αφρισμένος (afrisménos) αφρισμένη (afrisméni) αφρισμένο (afrisméno) αφρισμένοι (afrisménoi) αφρισμένες (afrisménes) αφρισμένα (afrisména)
genitive αφρισμένου (afrisménou) αφρισμένης (afrisménis) αφρισμένου (afrisménou) αφρισμένων (afrisménon) αφρισμένων (afrisménon) αφρισμένων (afrisménon)
accusative αφρισμένο (afrisméno) αφρισμένη (afrisméni) αφρισμένο (afrisméno) αφρισμένους (afrisménous) αφρισμένες (afrisménes) αφρισμένα (afrisména)
vocative αφρισμένε (afrisméne) αφρισμένη (afrisméni) αφρισμένο (afrisméno) αφρισμένοι (afrisménoi) αφρισμένες (afrisménes) αφρισμένα (afrisména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αφρισμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αφρισμένος, etc.)

[edit]

Further reading

[edit]