ασυνήθης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ασυνήθης • (asyníthis) m (feminine ασυνήθης, neuter ασύνηθες)
- unusual
- Synonym: ασυνήθιστος (asyníthistos)
Declension
[edit]Declension of ασυνήθης
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασυνήθης • | ασυνήθης • | ασύνηθες • | ασυνήθεις • | ασυνήθεις • | ασυνήθη • |
genitive | ασυνήθους • / ασυνήθη • | ασυνήθους • | ασυνήθους • | ασυνήθων • | ασυνήθων • | ασυνήθων • |
accusative | ασυνήθη • | ασυνήθη • | ασύνηθες • | ασυνήθεις • | ασυνήθεις • | ασυνήθη • |
vocative | ασυνήθη • | ασυνήθη • | ασύνηθες • | ασυνήθεις • | ασυνήθεις • | ασυνήθη • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ασυνήθης, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ασυνήθης, etc.) |