From Ancient Greek ᾰ̓ποκρούω . For sense rebut arguments , semantic loan from French repousser .[ 1] Morphologically, from απο- ( “ counter- ” ) + κρούω ( “ strike ” ) .
IPA (key ) : /apoˈkruo/
Hyphenation: α‧πο‧κρού‧ω
αποκρούω • (apokroúo ) (past απέκρουσα /απόκρουσα , passive αποκρούομαι )
to reject , repulse , fend off
to rebut
( law ) to respond ( to arguments, charges, accusations )
αποκρούω αποκρούομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αποκρούω
αποκρούσω
αποκρούομαι
αποκρουστώ , {αποκρουσθώ }2
2 sg
αποκρούεις
αποκρούσεις
αποκρούεσαι
αποκρουστείς , αποκρουσθείς
3 sg
αποκρούει
αποκρούσει
αποκρούεται
αποκρουστεί , αποκρουσθεί
1 pl
αποκρούουμε , [‑ομε ]
αποκρούσουμε , [‑ομε ]
αποκρουόμαστε
αποκρουστούμε , αποκρουσθούμε
2 pl
αποκρούετε
αποκρούσετε
αποκρούεστε , αποκρουόσαστε
αποκρουστείτε , αποκρουσθείτε
3 pl
αποκρούουν (ε )
αποκρούσουν (ε )
αποκρούονται
αποκρουστούν (ε ), αποκρουσθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
απέκρουα
απέκρουσα , απόκρουσα 1
αποκρουόμουν (α )
αποκρούστηκα , {αποκρούσθηκα }2
2 sg
απέκρουες
απέκρουσες , απόκρουσες
αποκρουόσουν (α )
αποκρούστηκες , αποκρούσθηκες
3 sg
απέκρουε
απέκρουσε , απόκρουσε
αποκρουόταν (ε )
αποκρούστηκε , αποκρούσθηκε
1 pl
αποκρούαμε
αποκρούσαμε
αποκρουόμασταν , (‑όμαστε )
αποκρουστήκαμε , αποκρουσθήκαμε
2 pl
αποκρούατε
αποκρούσατε
αποκρουόσασταν , (‑όσαστε )
αποκρουστήκατε , αποκρουσθήκατε
3 pl
απέκρουαν , αποκρούαν (ε )
απέκρουσαν , αποκρούσαν (ε ), απόκρουσαν
αποκρούονταν , (αποκρουόντουσαν )
αποκρούστηκαν , αποκρουστήκαν (ε ), αποκρούσθηκαν , αποκρουσθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αποκρούω ➤
θα αποκρούσω ➤
θα αποκρούομαι ➤
θα αποκρουστώ / αποκρουσθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αποκρούεις , …
θα αποκρούσεις , …
θα αποκρούεσαι , …
θα αποκρουστείς / αποκρουσθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αποκρούσει
έχω, έχεις, … αποκρουστεί / αποκρουσθεί
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αποκρούσει
είχα, είχες, … αποκρουστεί / αποκρουσθεί
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αποκρούσει
θα έχω, θα έχεις, … αποκρουστεί / αποκρουσθεί
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
απόκρουε
απόκρουσε
—
αποκρούσου
2 pl
αποκρούετε
αποκρούστε
αποκρούεστε
αποκρουστείτε , αποκρουσθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αποκρούοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αποκρούσει ➤
—
Nonfinite form➤
αποκρούσει
αποκρουστεί , αποκρουσθεί
Notes Appendix:Greek verbs
1. The second simple past forms, without internal augment , are less common. 2. Formal types with -σθ - are rarely used. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.