απεγκατάσταση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Morphologically from απ- (“removal-”) + εγ- (“within-”) + κατα- (“against-”) + στάση (“position”).
Noun
[edit]απεγκατάσταση • (apegkatástasi) f (plural απεγκαταστάσεις)
Declension
[edit]Declension of απεγκατάσταση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | απεγκατάσταση • | απεγκαταστάσεις • | |
genitive | απεγκατάστασης • | απεγκαταστάσεων • | |
accusative | απεγκατάσταση • | απεγκαταστάσεις • | |
vocative | απεγκατάσταση • | απεγκαταστάσεις • | |
Older or formal genitive singular: απεγκαταστάσεως • |