ανεγκωμίαστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανεγκωμίαστος • (anegkomíastos) m (feminine ανεγκωμίαστη, neuter ανεγκωμίαστο)
Declension
[edit]Declension of ανεγκωμίαστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανεγκωμίαστος • | ανεγκωμίαστη • | ανεγκωμίαστο • | ανεγκωμίαστοι • | ανεγκωμίαστες • | ανεγκωμίαστα • |
genitive | ανεγκωμίαστου • | ανεγκωμίαστης • | ανεγκωμίαστου • | ανεγκωμίαστων • | ανεγκωμίαστων • | ανεγκωμίαστων • |
accusative | ανεγκωμίαστο • | ανεγκωμίαστη • | ανεγκωμίαστο • | ανεγκωμίαστους • | ανεγκωμίαστες • | ανεγκωμίαστα • |
vocative | ανεγκωμίαστε • | ανεγκωμίαστη • | ανεγκωμίαστο • | ανεγκωμίαστοι • | ανεγκωμίαστες • | ανεγκωμίαστα • |
Related terms
[edit]- εγκωμιάζω (egkomiázo, “to praise”)