αναποζημίωτος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αναποζημίωτος • (anapozimíotos) m (feminine αναποζημίωτη, neuter αναποζημίωτο)
Declension
[edit]Declension of αναποζημίωτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναποζημίωτος • | αναποζημίωτη • | αναποζημίωτο • | αναποζημίωτοι • | αναποζημίωτες • | αναποζημίωτα • |
genitive | αναποζημίωτου • | αναποζημίωτης • | αναποζημίωτου • | αναποζημίωτων • | αναποζημίωτων • | αναποζημίωτων • |
accusative | αναποζημίωτο • | αναποζημίωτη • | αναποζημίωτο • | αναποζημίωτους • | αναποζημίωτες • | αναποζημίωτα • |
vocative | αναποζημίωτε • | αναποζημίωτη • | αναποζημίωτο • | αναποζημίωτοι • | αναποζημίωτες • | αναποζημίωτα • |