ανέφικτος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανέφικτος • (anéfiktos) m (feminine ανέφικτη, neuter ανέφικτο)
- unattainable, unachievable, impossible, infeasible, unfeasible
- Antonym: εφικτός (efiktós)
Declension
[edit]Declension of ανέφικτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανέφικτός • | ανέφικτή • | ανέφικτό • | ανέφικτοί • | ανέφικτές • | ανέφικτά • |
genitive | ανέφικτού • | ανέφικτής • | ανέφικτού • | ανέφικτών • | ανέφικτών • | ανέφικτών • |
accusative | ανέφικτό • | ανέφικτή • | ανέφικτό • | ανέφικτούς • | ανέφικτές • | ανέφικτά • |
vocative | ανέφικτέ • | ανέφικτή • | ανέφικτό • | ανέφικτοί • | ανέφικτές • | ανέφικτά • |