αμέταλλος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμέταλλος (amétallosm (feminine αμέταλλη, neuter αμέταλλο)

  1. non-metallic
  2. (chemistry) non-metallic

Declension

[edit]
Declension of αμέταλλος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμέταλλος (amétallos) αμέταλλη (amétalli) αμέταλλο (amétallo) αμέταλλοι (amétalloi) αμέταλλες (amétalles) αμέταλλα (amétalla)
genitive αμέταλλου (amétallou) αμέταλλης (amétallis) αμέταλλου (amétallou) αμέταλλων (amétallon) αμέταλλων (amétallon) αμέταλλων (amétallon)
accusative αμέταλλο (amétallo) αμέταλλη (amétalli) αμέταλλο (amétallo) αμέταλλους (amétallous) αμέταλλες (amétalles) αμέταλλα (amétalla)
vocative αμέταλλε (amétalle) αμέταλλη (amétalli) αμέταλλο (amétallo) αμέταλλοι (amétalloi) αμέταλλες (amétalles) αμέταλλα (amétalla)

Antonyms

[edit]