αμάλαχτος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αμάλακτος (amálaktos)
Adjective
[edit]αμάλαχτος • (amálachtos) m (feminine αμάλαχτη, neuter αμάλαχτο)
- unkneaded (bread dough)
- (figuratively) untouched, unyielding
- (figuratively) heartless
Declension
[edit]Declension of αμάλαχτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμάλαχτος • | αμάλαχτη • | αμάλαχτο • | αμάλαχτοι • | αμάλαχτες • | αμάλαχτα • |
genitive | αμάλαχτου • | αμάλαχτης • | αμάλαχτου • | αμάλαχτων • | αμάλαχτων • | αμάλαχτων • |
accusative | αμάλαχτο • | αμάλαχτη • | αμάλαχτο • | αμάλαχτους • | αμάλαχτες • | αμάλαχτα • |
vocative | αμάλαχτε • | αμάλαχτη • | αμάλαχτο • | αμάλαχτοι • | αμάλαχτες • | αμάλαχτα • |
Related terms
[edit]- αμάλαγος (amálagos, “untouched, uncontaminated”)