άνοπτος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]άνοπτος • (ánoptos) m (feminine άνοπτος, neuter άνοπτον)
Declension
[edit]Declension of άνοπτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άνοπτος • | άνοπτος • | άνοπτον • | άνοπτοι • | άνοπτοι • | άνοπτα • |
genitive | άνοπτου • | άνοπτου • | άνοπτου • | άνοπτων • | άνοπτων • | άνοπτων • |
accusative | άνοπτο • | άνοπτο • | άνοπτον • | άνοπτους • | άνοπτους • | άνοπτα • |
vocative | άνοπτε • | άνοπτε • | άνοπτον • | άνοπτοι • | άνοπτοι • | άνοπτα • |
Related terms
[edit]- ανόπτηση f (anóptisi, “annealing”)
Further reading
[edit]- Ανόπτηση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el