άγγιχτος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- άγγιαχτος (ángiachtos)
Adjective
[edit]άγγιχτος • (ángichtos) m (feminine άγγιχτη, neuter άγγιχτο)
Declension
[edit]Declension of άγγιχτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άγγιχτος • | άγγιχτη • | άγγιχτο • | άγγιχτοι • | άγγιχτες • | άγγιχτα • |
genitive | άγγιχτου • | άγγιχτης • | άγγιχτου • | άγγιχτων • | άγγιχτων • | άγγιχτων • |
accusative | άγγιχτο • | άγγιχτη • | άγγιχτο • | άγγιχτους • | άγγιχτες • | άγγιχτα • |
vocative | άγγιχτε • | άγγιχτη • | άγγιχτο • | άγγιχτοι • | άγγιχτες • | άγγιχτα • |
Synonyms
[edit]- ανέπαφος (anépafos)
- ανέγγιχτος (anéngichtos)
Related terms
[edit]- see: αγγίζω (angízo, “to touch”)