Jump to content

Ουρανός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek Οὐρανός (Ouranós).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /u.raˈnos/
  • Hyphenation: Ου‧ρα‧νός

Proper noun

[edit]

Ουρανός (Ouranósm

  1. (astronomy) Uranus
  2. (Greek mythology) Uranus

Declension

[edit]
singular
nominative Ουρανός (Ouranós)
genitive Ουρανού (Ouranoú)
accusative Ουρανό (Ouranó)
vocative Ουρανέ (Ourané)

See also

[edit]
Solar System in Greek · Ηλιακό σύστημα (Iliakó sýstima) (layout · text)
Star Ήλιος (Ílios)
IAU planets and
notable dwarf planets
Ερμής (Ermís) Αφροδίτη (Afrodíti) Γη (Gi) Άρης (Áris) Δήμητρα (Dímitra) Δίας (Días) Κρόνος (Krónos) Ουρανός (Ouranós) Ποσειδώνας (Poseidónas) Πλούτωνας (Ploútonas) Έρις (Éris)
Notable
moons
Σελήνη (Selíni) Φόβος (Fóvos)
Δείμος (Deímos)
Ιώ ()
Ευρώπη (Evrópi)
Γανυμήδης (Ganymídis)
Καλλιστώ (Kallistó)
Μίμας (Mímas)
Εγκελάδος (Egkeládos)
Τηθύς (Tithýs)
Διώνη (Dióni)
Ρέα (Réa)
Τιτάνας (Titánas)
Ιαπετός (Iapetós)

Μιράντα (Miránta)
Άριελ (Áriel)
Ουμβριήλ (Oumvriíl)
Τιτάνια (Titánia)
Όμπερον (Ómperon)
Τρίτωνας (Trítonas) Χάρων (Cháron) Δυσνομία (Dysnomía)