ευημερία
Greek
editEtymology
editLearned borrowing from Ancient Greek εὐημερία (euēmería).[1]
Pronunciation
editNoun
editευημερία • (evimería) f (plural ευημερίες)
Declension
editsingular | plural | |
---|---|---|
nominative | ευημερία (evimería) | ευημερίες (evimeríes) |
genitive | ευημερίας (evimerías) | ευημεριών (evimerión) |
accusative | ευημερία (evimería) | ευημερίες (evimeríes) |
vocative | ευημερία (evimería) | ευημερίες (evimeríes) |
The plural forms are uncommon.
Related terms
editReferences
edit- ^ ευημερία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language