εργασία
See also: ἐργασία
Greek
editEtymology
editFrom Ancient Greek ἐργασία (ergasía, “work”).
Noun
editεργασία • (ergasía) f (plural εργασίες)
- job, profession, work
- Θα ήθελα να συγχαρώ την Susan για την εξαιρετική εργασία που έχει εκτελέσει.
- Tha íthela na syncharó tin Susan gia tin exairetikí ergasía pou échei ektelései.
- I would like to congratulate Susan for the excellent work that she has done.
- task
- publication
- (Can we date this quote?), (Please provide the book title or journal name)[1]:
- Στην παρούσα εργασία θα μελετηθεί η διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης για το Ολοκαυτώματος στην πόλη του Βόλου...
- Stin paroúsa ergasía tha meletitheí i diamórfosi tis syllogikís mnímis gia to Olokaftómatos stin póli tou Vólou...
- In the present work we will study the formation of the collective memory for the Holocaust in the city of Volos...
Declension
editsingular | plural | |
---|---|---|
nominative | εργασία (ergasía) | εργασίες (ergasíes) |
genitive | εργασίας (ergasías) | εργασιών (ergasión) |
accusative | εργασία (ergasía) | εργασίες (ergasíes) |
vocative | εργασία (ergasía) | εργασίες (ergasíes) |
Synonyms
edit- δουλειά f (douleiá)
Related terms
edit- see: έργο n (érgo, “work”)
Further reading
edit- εργασία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language