See also: ἐργασία

Greek

edit

Etymology

edit

From Ancient Greek ἐργασία (ergasía, work).

Noun

edit

εργασία (ergasíaf (plural εργασίες)

  1. job, profession, work
    Θα ήθελα να συγχαρώ την Susan για την εξαιρετική εργασία που έχει εκτελέσει.
    Tha íthela na syncharó tin Susan gia tin exairetikí ergasía pou échei ektelései.
    I would like to congratulate Susan for the excellent work that she has done.
  2. task
  3. publication
    • (Can we date this quote?), (Please provide the book title or journal name)[1]:
      Στην παρούσα εργασία θα μελετηθεί η διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης για το Ολοκαυτώματος στην πόλη του Βόλου...
      Stin paroúsa ergasía tha meletitheí i diamórfosi tis syllogikís mnímis gia to Olokaftómatos stin póli tou Vólou...
      In the present work we will study the formation of the collective memory for the Holocaust in the city of Volos...

Declension

edit
singular plural
nominative εργασία (ergasía) εργασίες (ergasíes)
genitive εργασίας (ergasías) εργασιών (ergasión)
accusative εργασία (ergasía) εργασίες (ergasíes)
vocative εργασία (ergasía) εργασίες (ergasíes)

Synonyms

edit
edit

Further reading

edit