αρχαιολογικός

Greek

edit

Etymology

edit

From αρχαιολογία (archaiología, archaeology) +‎ -ικός (-ikós).

Adjective

edit

αρχαιολογικός (archaiologikósm (feminine αρχαιολογική, neuter αρχαιολογικό)

  1. archaeological

Declension

edit
edit

Further reading

edit