with

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
with < (κληρονομημένο) μέση αγγλική with < (κληρονομημένο) αγγλοσαξονική wiþ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /wɪθ/ & /wɪð/
 

Πρόθεση

[επεξεργασία]

with (en)

  1. με
  2. μαζί
    Why are you so aggressive with her?
    Γιατί είσαι τόσο επιθετικός μαζί της;
    Look with me for the keys.
    Ψάξε μαζί μου για τα κλειδιά.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]