while

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

while (en) (μόνο ενικός)

  • λίγο, μια χρονική περίοδος
    Please go away for a while.
    Σε παρακαλώ να εξαφανιστείς για λίγο.

Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

while (en)

  1. ενώ, καθώς, ενόσω, προσδιορίζει πράξη που συμβαίνει, διαρκεί συγχρόνως
    He had breakfast while I was shaving.
    Προγευμάτισε ενώ εγώ ξυριζόμουν.
    He was killed while defusing a bomb.
    Σκοτώθηκε ενώ εξουδετέρωνε μια βόμβα.
    I cut myself while shaving.
    Κόπηκα καθώς ξυριζόμουν.
    The secretary briefed the manager on what happened while he was gone.
    Η γραμματέας ενημέρωσε το Διευθυντή για ό,τι έγινε ενόσω έλειπε.
  2. ενώ, εκφράζει αντίθεση προς το νόημα της κύριας πρότασης
    They hired him while he didn’t have the necessary qualifications.
    Τον προσέλαβαν ενώ δεν είχε τα απαραίτητα προσόντα.
    While they said that the weather would be good, suddenly it started raining.
    Ενώ είπαν ότι θα κάνει καλό καιρό, ξαφνικά άρχισε να βρέχει.
  3. αν και
    While I admit that it’s difficult, I don’t think it’s impossible.
    Αν και παραδέχομαι ότι είναι δύσκολο, δεν το θεωρώ αδύνατο.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]