whale
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
whale | whales |
whale (en)
- η φάλαινα
- ↪ What is the best season for whale watching?
- Ποια είναι η καλύτερη εποχή για παρατήρηση φαλαινών;
- ↪ What is the best season for whale watching?
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | whale |
γ΄ ενικό ενεστώτα | whales |
αόριστος | whaled |
παθητική μετοχή | whaled |
ενεργητική μετοχή | whaling |
whale (en)