weakly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός weakly
συγκριτικός more weakly
υπερθετικός most weakly

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
weakly < weak + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

weakly (en)

  • αδύναμα, με αδύναμο τρόπο
    He shot weakly and the goalkeeper made the save easily.
    Σούταρε αδύναμα και ο τερματοφύλακας απέκρουσε εύκολα.