wax poetic

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
wax poetic < → δείτε τις λέξεις wax και poetic

wax poetic (en)

  1. μιλάω με πομπώδη τρόπο, με βερμπαλισμούς
  2. (μειωτικό) φεύγω εκτός θέματος, αερολογώ