trichologie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
trichologie trichologies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

trichologie (fr) θηλυκό