travelo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
travelo | travelos |
travelo (fr) αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη travestir