tiptoe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tiptoe (en)
- (ανατομία) ακροδάχτυλο του ποδιού
Ρήμα
[επεξεργασία]tiptoe (en)
- περπατώ «στα νύχια», ακροποδητί