thèse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
thèse | thèses |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- thèse < (λόγιο δάνειο) λατινική thesis < αρχαία ελληνική θεσις
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]thèse (fr) θηλυκό
- η διατριβή
Σύνθετα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- thèse - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- thèse - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online