stair

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
stair stairs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stair (en)

  1. (μόνο στον πληθυντικό) η σκάλα
    → δείτε τη λέξη stairs
  2. (μετρήσιμο) το σκαλί, το σκαλοπάτι
    On the last stair, he tripped and fell.
    Στο τελευταίο σκαλί σκόνταψε κι έπεσε.
    He went down the stairs two by two/two at a time.
    Kατέβηκε δυο δυο τα σκαλιά.
    one staircase with twenty stairs - μια σκάλα με είκοσι σκαλιά
  3. (λογοτεχνικό στον ενικό) η σκάλα