sortie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sortie | sorties |
sortie (fr) θηλυκό
- η έξοδος
ενικός | πληθυντικός |
sortie | sorties |
sortie (fr) θηλυκό