sortie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sɔʁ.ti/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sortie sorties

sortie (fr) θηλυκό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]