sociologie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
sociologie sociologies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sociologie (fr) θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]